Τα διλήμματα της Τουρκίας εν όψει της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε.

 

Η Τουρκία, αντιλαμβανόμενη την πραγματική αλλαγή που επήλθε μετά την αποτυχία της να αποτρέψει την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., επανασχεδιάζει την πολιτική της σε σχέση με το Κυπριακό. Οι στόχοι της Τουρκίας, οι οποίοι καθορίζουν τις παραμέτρους της πολιτικής της, είναι ξεκάθαροι: Πρώτο, η παράταση του στρατηγικού έλεγχου της Κύπρου μετά την ένταξή της στην Ε.Ε. Δεύτερο, η αναχαίτιση των συγκριτικών πολιτικών και νομικών πλεονεκτημάτων που θα κερδίσει η Κύπρος από την ένταξή της στην Ε.Ε. Τρίτο, ο έλεγχος των πρωτοβουλιών που θα ληφθούν, από ξένους διαμεσολαβητές, για το Κυπριακό. Τέταρτο, η μετρίαση των πιέσεων που θα της ασκηθούν για να συμβάλει στην επίλυση του Κυπριακού πριν από την 1η Μαΐου 2004 και η αποσύνδεση της λύσης του Κυπριακού από την έναρξη των δικών της ενταξιακών διαπραγματεύσεων το Δεκέμβριο του 2004.

 

Το βασικό, όμως, δίλημμα της Τουρκίας είναι κατά πόσο θα πρέπει να κάνει μια κίνηση διευθέτησης του Κυπριακού και σε ποια χρονική στιγμή θα της συνέφερε μια τέτοια κίνηση. Η Τουρκία αντιλαμβάνεται ότι θα πρέπει να αναθεωρήσει την αρχική της θέση ότι «η μη λύση του Κυπριακού είναι η λύση». Εδώ και καιρό έχει αρχίσει μια διεργασία για τον καθορισμό των επιδιώξεών της και των όρων πάνω στους οποίους θα βασιστεί η «νέα κατάσταση πραγμάτων» στην Κύπρο. Το δίλημμα, λοιπόν, της Τουρκίας είναι κατά πόσο θα συναινέσει σε μια νέα κατάσταση πραγμάτων στο Κυπριακό μέσα στο 2004 ή θα παρατείνει την υφιστάμενη κατάσταση μέχρις ότου θα είναι η ίδια έτοιμη να ενταχθεί στην Ε.Ε. Με απλά λόγια, η Τουρκία προσπαθεί να σταθμίσει το εθνικό της συμφέρον σε σχέση με το χρόνο κατά τον οποίο θα «πρέπει» να «λυθεί» το Κυπριακό.

 

Το ζητούμενο για την Τουρκία είναι πρωτίστως οι όροι τις διευθέτησης του Κυπριακού. Η Τουρκία επιδιώκει τη μόνιμη παραμονή στρατιωτικής δύναμης στο νησί, τη διατήρηση του δικαιώματος επέμβασης σε περίπτωση κρίσης, την παραμονή όσο το δυνατόν περισσότερων εποίκων για να «εξισορροπηθεί» η πληθυσμιακή αναλογία ανάμεσα στα δύο «κράτη» της Κύπρου, η μόνιμη απόκλιση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε σχέση με την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους και ο περιορισμός του δικαιώματος οικονομικής δραστηριότητας των Ελληνοκυπρίων στο «τουρκικό συνιστών κράτος». Παράλληλα, η Τουρκία επιδιώκει τη δημιουργία ενός χαλαρού «κεντρικού κράτους», την άσκηση των περισσότερων εξουσιών από τα «συνιστώντα κράτη» και την άσκηση ξεκάθαρου ελέγχου της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας από τα «δύο κράτη» εξίσου.

 

Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του σχεδίου Ανάν, έγινε έντονη παρασκηνιακή προσπάθεια, από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, προκειμένου να ικανοποιηθούν (εν μέρει) οι όροι της Τουρκίας και να «κλείσει» το Κυπριακό πριν από την 16η Απριλίου 2003, ημέρα υπογραφής της Συνθήκης Προσχώρησης της Κύπρου στην Ε.Ε. Η ίδια η Ε.Ε. συνήνεσε στη διαδικασία που επέβαλαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Παρουσιάστηκε έτοιμη να δεχθεί τους όρους της συμφωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη, εισάγοντας, αρχικώς, σχετική πρόνοια στα Συμπεράσματα της Κοπεγχάγης και εντεύθεν στα άλλα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και, τελικώς, με την εισαγωγή ειδικής πρόνοιας στο Πρωτόκολλο 10 της Συνθήκης Προσχώρησης της Κύπρου. Η αναφορά της Ε.Ε. στην προϋπόθεση ότι «η λύση του Κυπριακού πρέπει να είναι συμβατή με το κοινοτικό κεκτημένο και με της αρχές πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η Ένωση», δεν είναι ξεκάθαρη στο κατά πόσο θα μπορούν να γίνουν αποδεκτές αποκλίσεις από βασικές αρχές δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, οι οποίες είναι όχι μόνο αυτονόητες σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αλλά προστατεύονται και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Μέρος ΙΙ του προτεινόμενου συντάγματος της Ε.Ε, το οποίο έχει γίνει ομοφώνως αποδεκτό από τα 25 κράτη-μέλη της Ένωσης και θα τεθεί σε ισχύ από τη στιγμή που συμφωνηθεί και το υπόλοιπό μέρος του.

 

Η φόρμουλα, την οποία επεξεργάζονται οι ξένοι διαμεσολαβητές, έχει ως στόχο να πείσει την Τουρκία ότι της συμφέρει να προβεί σε κινήσεις για λύση του Κυπριακού μέσα στο 2004. Η βασική παράμετρος αυτής της φόρμουλας, η οποία υπάρχει και διατυπωμένη, σε κάποιο βαθμό, στο σχέδιο Ανάν, αφορά στις μεταβατικές περιόδους της συμφωνίας. Οι συντάχτες του σχεδίου Ανάν φάνηκαν ιδιαίτερα «θετικοί» έναντι των «ανησυχιών» της Τουρκίας και φρόντισαν να συνδέσουν την τελική εφαρμογή της Θεμελιώδους Συμφωνίας με την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Με απλά λόγια, η κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο θα είναι σε μια συνεχή μεταβατική περίοδο έως ότου η Τουρκία θα είναι έτοιμη να ενταχθεί στην Ε.Ε. Αυτήν την περίοδο, κατά την οποία η Τουρκία εργάζεται εντατικά για το σχεδιασμό των μελλοντικών της κινήσεων, οι ξένοι διαμεσολαβητές εμφανίζονται ιδιαίτερα «θερμοί» με την ιδέα των μακρών μεταβατικών περιόδων, προκειμένου να καμφθούν οι «ανησυχίες» της Τουρκίας για τη νέα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο. Από την άλλη, όμως, οι διαμεσολαβητές φαίνεται να παραγνωρίζουν παντελώς το δεδομένο της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. και το νομικοπολιτικό πλαίσιο λειτουργίας αυτού του οργανισμού.

 

Θα ήταν λάθος, κατά την άποψή μου, αν η Κυπριακή Δημοκρατία περίμενε, για άλλη μια φορά, την Τουρκία να κινηθεί πρώτη, με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν και πάλιν τα δεδομένα με βάση τις επιδιώξεις και τα συμφέροντά της πρώτης. Είναι γεγονός ότι το Εθνικό Συμβούλιο έχει ταμπουρωθεί πίσω από τη «δικαιωμένη τακτική» του διαλλακτικού και πάντα έτοιμου μέρους να διαπραγματευθεί με βάση το σχέδιο Ανάν. Η ουσία του Κυπριακού, όμως, δεν είναι «ποιος θα είναι έτοιμος να διαπραγματευθεί», αλλά οι όροι που διαμορφώνονται για την επίλυση του προβλήματος. Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. είναι ένα δεδομένο, το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η πολιτική ηγεσία οφείλει να το επεξεργαστεί επαρκώς και να το αξιοποιήσει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαμόρφωσης των όρων επίλυσης του Κυπριακού. Στόχος θα πρέπει να είναι η διαμόρφωση των όρων της λύσης στη βάση των προνοιών του κοινοτικού κεκτημένου και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και όχι στη βάση των συμφερόντων της Τουρκίας, που, σε τελική ανάλυση, δεν ευνοούν κανένα νόμιμο πολίτη ή κοινότητα αυτού του κράτους.

 


Research & Development Center - Intercollege

Copyright © 2004. All rights reserved