Αξιολογώντας σωστά τις τουρκικές θέσεις

 

Όταν επιχειρείται ανάλυση διαφόρων εξελίξεων ή πτυχών του Κυπριακού υπάρχουν πολλές φορές υπεραπλουστεύσεις που μας παγιδέυουν και μας οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα.  Οι υπεραπλουστεύσεις αυτές αφορούν σε φιλοσοφικές και πολιτικές έννοιες, καθώς και στην αξιολόγηση των στόχων και προθέσεων της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. 

 

Για παράδειγμα, υπάρχουν δύο αντίθετες προσεγγίσεις οι οποίες είναι το ίδιο λανθασμένες: αφ΄ ενός υπάρχει η άποψη ότι για τα πάντα ευθύνεται η Τουρκία και απαλλάσσεται παντελώς ο Τουρκοκυπριακός παράγοντας και αφ΄ ετέρου υπάρχει υποτίμηση του ρόλου της Τουρκίας καθώς και εξιδανίκευση του ρόλου των Τουρκοκυπρίων και των θέσεών τους που πολλές φορές αγγίζει τα όρια της φαιδρότητας.  Υπενθυμίζεται συναφώς ότι οι εκτιμήσεις που η ελληνοκυπριακή ηγεσία προέβη στα τέλη του 2003 και στις αρχές του 2004 ήταν λανθασμένες με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στην επιδιαιτησία και τα δημοψηφίσματα με τα γνωστά αποτελέσματα.

 

Είναι γεγονός ότι σήμερα δεν μπορεί να ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση σε σημαντικά θέματα στα κατεχόμενα χωρίς τη θέληση, βούληση και συμφωνία της Άγκυρας.  Γεγονός είναι επίσης ότι η Άγκυρα επιδιώκει τον στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου.  Από την άλλη όμως δεν συνεπάγεται ότι επειδή η Άγκυρα έχει τον απόλυτο έλεγχο στα κατεχόμενα, οι Τουρκοκύπριοι δεν στηρίζουν συγκεκριμένες πολιτικές της Άγκυρας.  Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης ότι η κυρίαρχη άποψη ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους είναι η επιθυμία τους για τη μεγαλύτερη δυνατή μορφή αυτονομίας.  Επιπρόσθετα, πρέπει να αντιληφθούμε ότι στα πολυεθνικά ή τα διεθνικά κράτη, όπου οι συνταγματικές ρυθμίσεις βασίζονται στον κοινοτισμό, συνήθως οι μειονοτικές κοινότητες διεκδικούν μια μορφή αυτονομίας ενώ σε αρκετές περιπτώσεις προσπαθούν ακόμα και για απόσχιση.  Το τελικό αποτέλεσμα κρίνεται εν πολλοίς από το (αν)ισοζύγιο δυνάμεων. 

 

Και πριν και μετά το 1974 υπήρχε / υπάρχει έντονο το στίγμα της αποσχιστικής πολιτικής στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.  Η λύση η οποία προκρινόταν / προκρίνεται από τον Ντενκτάς αλλά και από τη σημερινή τουρκοκυπριακή ηγεσία περιστρέφεται γύρω από ένα «ομόσπονδο-συνομοσπονδιακό μοντέλο» όπου κατ΄ ουσίαν το τουρκοκυπριακό κρατίδιο θα έχει μια αυτονομία που θα προσεγγίζει την ανεξαρτησία, ενώ ταυτόχρονα δια της ισότιμης συμμετοχής του στην κεντρική εξουσία δεν θα μπορεί η Κύπρος να λάβει οποιαδήποτε σημαντική απόφαση χωρίς την έγκριση των Τουρκο(κυπρίων) και της Άγκυρας.  Είναι προφανές ότι μια τέτοια λύση είναι χειρότερη και από την καθαρή διχοτόμηση.  Και τούτο επειδή ενώ και στις δύο περιπτώσεις ο διαχωρισμός είναι καθοριστικό στοιχείο, στην περίπτωση της καθαρής διχοτόμησης οι Τουρκοκύπριοι και η Τουρκία δεν θα ελέγχουν τον μηχανισμό λήψεων αποφάσεων.  Πέραν τούτου οι Ελληνοκύπριοι δεν θα είναι υποχρεωμένοι να επωμισθούν ψηλότερους φόρους για τη συντήρηση ενός τρικέφαλου κράτους καθώς και «για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των Τουρκο(κυπρίων)».

 

Για τη συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων η Κυπριακή Δημοκρατία είναι «η ελληνοκυπριακή διοίκηση».  Με το ίδιο σκεπτικό παρά τα ωφελήματα και τις ταυτότητες και τα διαβατήρια, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι για τη συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων ένα ελληνοκυπριακό κράτος.  Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε όλα αυτά τα δεδομένα και να ξεκαθαρίσουμε τη στρατηγική μας.  Υπό τις παρούσες συνθήκες το μέγα ζητούμενο για την πλευρά μας είναι η ενίσχυση της κρατικής μας οντότητας και η (επαν)ενσωμάτωση των Τουρκοκυπρίων, καθώς και του κατεχόμενου βορείου τμήματος της Μεγαλονήσου, στην Κυπριακή Δημοκρατία, με μια πολιτική όπου παράλληλα θα δοθεί η μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα.  Ο στόχος αυτός είναι πολύ δύσκολος αλλά όχι ανέφικτος.  Πολύ πιο εφικτός και λιγότερο επισφαλής από άλλες προδιαγραφόμενες επιλογές στις οποίες σταδιακά αυτοπαγιδευόμαστε.