Το Κράτος οφείλει να βρει τις ισορροπίες για την Έρευνα

 

Η θετική συσχέτιση μεταξύ έρευνας και κοινωνικοοικονομικής προόδου είναι δεδομένη.  Οι πρόσφατες πρωτοβουλίες της ΕΕ για ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση της έρευνας επιβεβαιώνουν αυτό που χρόνια τώρα αγνοείται στην Κύπρο. 

 

Δεν είναι μόνο το μέγεθος των πόρων που διοχετεύεται προς την έρευνα που έχει σημασία αλλά πολύ περισσότερο η σωστή διαχείριση και αξιοποίησή τους.  Στις ανεπτυγμένες χώρες υπάρχει μια θεσμική τριγωνική σχέση μεταξύ του κράτους, με την ευρεία έννοια του όρου, της ακαδημαϊκής κοινότητας και του επιχειρηματικού κόσμου.  Η σχέση αυτή έχει αποδώσει τεράστιους καρπούς στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία και στις Σκανδιναβικές χώρες.  Η ΕΕ έχει αντιληφθεί τη στρατηγική σημασία αυτής της συνεργασίας και προσπαθεί να πράξει ανάλογα.

 

Στην Κύπρο ο θεσμός αυτός δεν έχει κατανοηθεί επαρκώς εάν κρίνουμε από το γεγονός ότι αφ΄ ενός τα ποσά τα οποία διοχετεύονται προς την έρευνα είναι πενιχρά και αφ΄ ετέρου ότι η όλη διαχείριση δεν είναι η καλύτερη.  Υπενθυμίζεται ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το ποσό που διοχετευόταν στην έρευνα ήταν μόλις στο 0,15% του ΑΕΠ ενώ 15 χρόνια μετά το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί μόλις στο 0,35% του ΑΕΠ.  Πέραν τούτου οι υφιστάμενες νοοτροπίες αναφορικά με τον τομέα αυτό προβληματίζουν.

 

Η κυβέρνηση ενισχύει με απευθείας χορηγίες μόνο κρατικά ιδρύματα, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι σημαντικά αποτελέσματα έρευνας προκύπτουν και από μη κρατικά ιδρύματα.  Η νοοτροπία αυτή του κρατισμού είναι διάχυτη σε όλα τα επίπεδα.  Πρόσφατα η κυβέρνηση εξάγγειλε την επιχορήγηση της αγοράς ηλεκτρονικού υπολογιστή από φοιτητές του Πανεπιστημίου Κύπρου, ασκώντας κατ΄ ουσίαν δυσμενή διάκριση για τους φοιτητές των μη κρατικών ιδρυμάτων.

 

Ένα άλλο φαινόμενο είναι το γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό η κυβέρνηση έχει καταλήξει σε συμφωνίες συνεργασίας με αξιόλογα ξένα ιδρύματα όπως το Harvard University.  Οι πολίτες εύλογα διερωτούνται κατά πόσον εξαντλούνται οι προσπάθειες του κράτους μόνο με τέτοιου είδους προσεγγίσεις.  Ενώ οι συμφωνίες αυτές είναι σημαντικές, από την άλλη όμως είναι ατυχές ότι η ίδια η πολιτεία δεν έχει επιδείξει ανάλογο ζήλο για να ενισχυθούν τα τοπικά ιδρύματα.

 

Η ΕΕ έχει θέσει πολύ ψηλά τον πήχυ με στόχο μέχρι το 2010 να δαπανείται το 3% του ΑΕΠ για την έρευνα.  Φυσικά το ποσοστό αυτό φαίνεται πολύ ψηλό και είναι δύσκολο να υλοποιηθεί, αλλά η ουσία είναι ότι η ΕΕ θεωρεί τον τομέα αυτό στρατηγικής σημασίας.  Και για να είναι η Κύπρος στον χάρτη της διεκδίκησης των πόρων αυτών, με ότι αυτό συνεπάγεται, είναι καθοριστικής σημασίας να ενισχυθεί η υποδομή της.  Εξ ορισμού θα πρέπει να ενισχυθούν τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τα κέντρα ερευνών.

 

Το κράτος πρέπει να εξισορροπήσει τον ζήλο του για τα κρατικά και τα ξένα ιδρύματα με τον μάλλον απαξιωτικό τρόπο που αντιμετωπίζει τα μη κρατικά ιδρύματα.  Η αντιμετώπιση κρατικών και μη κρατικών ιδρυμάτων πρέπει να είναι ισότιμη. Πέραν τούτου είναι ατυχές να διοχετεύονται πόροι προς ξένα ιδρύματα τα οποία θα αποχωρήσουν όταν οι πόροι αυτοί θα πάψουν να υφίστανται και να μη δίνεται η ανάλογη σημασία σε φορείς της χώρας οι οποίοι προσπαθούν να δημιουργήσουν όχι μόνο στα πλαίσια της επικράτειας της Κύπρου αλλά και στα ευρωπαϊκά και διεθνή πλαίσια. 

 

Πρέπει να κατανοηθεί επιτέλους ότι τα θέματα έρευνας και καινοτομίας είναι ζωτικής σημασίας.  Επιπρόσθετα, η παγκοσμιοποίηση έχει καταστήσει την έρευνα απαραίτητη για οποιαδήποτε οικονομία και κοινωνία.  Πέραν τούτου, η Κύπρος οφείλει να αφομοιώσει τους στόχους της ΕΕ όπως αυτοί καθορίζονται μέσα από τη Στρατηγική της Λισσαβώνας και να ενισχύσει την πρωτοβουλία, τη δημιουργικότητα και την εφευρετικότητα της νέας γενιάς.


Research Center - Intercollege

Copyright © 2007. All rights reserved