Η 8η Ιουλίου με το πλαίσιο αρχών

 

Ένα από τα θέματα τα οποία απασχολούν την κυβέρνηση αλλά και τον πολιτικό κόσμο γενικότερα είναι η συμφωνία της 8ης Ιουλίου, 2006 μεταξύ του Προέδρου Παπαδόπουλου και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Mehmet Ali Talat και η πρόσφατη υπαναχώρηση της τουρκικής πλευράς.  Η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει επενδύσει στην υλοποίηση αυτής της συμφωνίας.  Όμως μια βαθύτερη ανάλυση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ακόμα και η υλοποίησή της τελικά δεν θα φέρει ουσιαστικές αλλαγές: ακόμα και εάν η τουρκική πλευρά εφάρμοζε πλήρως τη συμφωνία της 8ης Ιουλίου, το τέλος του δρόμου δεν θα ήταν φιλοσοφικά διαφορετικό από το Σχέδιο Ανάν.

 

Ας μη λησμονούμε ότι και το 1992 οι Ιδέες Γκάλι δεν έγιναν αποδεκτές.  Μάλιστα ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης που απέρριψε τη φιλοσοφία των εν λόγω Ιδεών και ως εκ τούτου ανήλθε στην εξουσία.  Και πάλιν όμως η νέα φάση στη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών που άρχισε το φθινόπωρο του 1999 οδήγησε τελικά στο Σχέδιο Ανάν.  Συνεπώς οποιαδήποτε πρωτοβουλία κινείται αποκλειστικά στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών δεν θα οδηγήσει σε κάτι δραστικά διαφορετικό.  Λογικά εκείνο το οποίο μπορεί να υποδειχθεί είναι ότι αν το ζητούμενο μέσα από μια διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών είναι ένα σχέδιο κοντά στη φιλοσοφία του Σχεδίου Ανάν τότε η πολιτική που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια είναι λανθασμένη.  Επιπρόσθετα, θα έπρεπε να είχε επιδιωχθεί λύση το 2002-3 με μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας.

 

Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν όμως δεν ήταν λανθασμένη καθότι η υλοποίηση της φιλοσοφίας του θα οδηγούσε σε περισσότερα προβλήματα και αδιέξοδα απ΄ ότι προσπαθούσε να επιλύσει.  Με βάση αυτή τη λογική θα έπρεπε να είχε προκριθεί η πολιτική της κατάθεσης ενός πλαισίου αρχών το οποίο να αποτελεί τη σύζευξη του ιστορικού συμβιβασμού της ομοσπονδίας με τις αρχές του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού.  Το πλεονέκτημα μιας τέτοιας πολιτικής είναι ότι ενώ δεν παρακάμπτει τη διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών, περιλαμβανομένης και της συμφωνίας της 8ης Ιουλίου 2006, εμπλουτίζει την όλη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού ποικιλοτρόπως.  Με την κατάθεση ενός πλαισίου αρχών, εμμέσως πλην σαφώς, τίθεται και ένα ακόμα άλλο θέμα διαδικαστικής αλλά και ουσιαστικής σημασίας.  Και τούτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι θα πρέπει να αντικρισθούν και οι άλλες διαστάσεις του Κυπριακού.  Η διαδικασία μέσω του ΟΗΕ επικεντρώνεται μόνο στη διακοινοτική πτυχή του Κυπριακού και ως εκ τούτου εξ ορισμού είναι ανεπαρκής.  Η διάσταση που αφορά τη «ομαλοποίηση» των σχέσεων Κύπρου και Τουρκίας με απ’ ευθείας διάλογο καθώς και άλλες διεθνείς πτυχές του Κυπριακού δεν προκρίνονται μόνο με τη διαδικασία του ΟΗΕ.

 

Εν κατακλείδι η κατάθεση ενός πλαισίου αρχών εμπλουτίζει τη διαδικασία ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στην ελληνοκυπριακή πλευρά να ανακτήσει την ηθική της υπεροχή και επιπλέον να εμφανίζεται στο προσκήνιο (και) η Κυπριακή Δημοκρατία.  Και επειδή το Όχι έχει πάψει να μας κυνηγά – όπως πρόσφατα ανέφερε ό Πρόεδρος Παπαδόπουλος – η κατάθεση ενός πλαισίου αρχών θα δημιουργήσει μια νέα δυναμική. Άλλωστε ας μη λησμονούμε ότι ενώ κατά καιρούς διεξήγοντο συνομιλίες στα πλαίσια του ΟΗΕ, πολλές φορές η τουρκοκυπριακή πλευρά αλλά και η Άγκυρα είχαν εξαγγείλει διάφορες προτάσεις, πρωτοβουλίες και ούτω καθ΄ εξής.  Και τώρα ενώ μιλούμε για την υλοποίηση της συμφωνίας της 8ης Ιουλίου, η τουρκοκυπριακή πλευρά και η Άγκυρα προσπαθούν να αναβαθμίσουν το κατοχικό καθεστώς και ταυτόχρονα να τερματίσουν αυτό που αποκαλούν «απομόνωση των Τουρκοκυπρίων».  Είναι λοιπόν καιρός να πάρουμε τις δικές μας πρωτοβουλίες και να σφραγίσουμε το περιεχόμενο του όποιου νέου γύρου ουσιαστικών διαπραγματεύσεων.  Άλλωστε η αποκλειστική προσκόλληση στη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών που οδήγησε μέχρι τώρα;


Research Center - Intercollege

Copyright © 2007. All rights reserved