Το δικό μας αδιέξοδο και η ανάγκη για νέα στρατηγική

 

Μετά το δημοψήφισμα του 2004 η Άγκυρα και η τουρκοκυπριακή ηγεσία εμφανίζονται στο διεθνές προσκήνιο ως η πλευρά που έπραξε/πράττει το παν για τη λύση η οποία δεν κατέστη/είναι δυνατή «λόγω του ελληνοκυπριακού μαξιμαλισμού». Παράλληλα συνεχίζεται η εισροή νέων εποίκων ενώ η περαιτέρω εκμετάλλευση ελληνοκυπριακών περιουσιών προσλαμβάνει δραματικές διαστάσεις.  Το ερώτημα είναι τι θα μπορούσε να γίνει ούτως ώστε αφ΄ ενός να αποφευχθούν δυσάρεστες εξελίξεις και αφ΄ ετέρου να ανοίξει πραγματικά ο δρόμος για τη λύση του Κυπριακού.  Εκ των πραγμάτων εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον η κυβέρνηση ευθύνεται για αυτά τα αδιέξοδα ή/και κατά πόσον έχει συμβάλει με την πολιτική της ή τις παραλείψεις της στα αδιέξοδα.

 

Εν πολλοίς το σημερινό αδιέξοδο είναι απότοκο μιας τουρκικής μαξιμαλιστικής πολιτικής.  Οι διάφορες προσπάθειες για διάσπαση του αδιεξόδου μετά το δημοψήφισμα κατ΄ ουσίαν τορπιλίσθηκαν από την τουρκική πλευρά.  Ας μη λησμονείται ότι η κυπριακή κυβέρνηση συναίνεσε στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας χωρίς ανταλλάγματα και παρά το γεγονός ότι η Άγκυρα συστηματικά εμποδίζει την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε διεθνείς οργανισμούς (π.χ. ΟΟΣΑ).  Επιπρόσθετα δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι για 15 χρόνια, 1988-2003, με Πρόεδρο τον Γ. Βασιλείου και τον Γ. Κληρίδη αντίστοιχα, δεν είχε γίνει κατορθωτή η επίτευξη λύσης.  Συνεπώς για τη συνεχιζόμενη κατοχή και το αδιέξοδο είναι λάθος να κατηγορούνται η ελληνοκυπριακή πλευρά ή/και οι προθέσεις της κυβέρνησης.

 

Η συντριπτική πλειοψηφία του Κυπριακού Ελληνισμού επιθυμεί μια βιώσιμη λύση με τρόπο που να αποκαθίστανται βασικές αρχές και αξίες.  Και είναι έτοιμη η πλειοψηφία αυτή να αποδεχθεί και να εργασθεί για ένα έντιμο συμβιβασμό.  Όμως δεν μπορεί να αποδεχθεί μια λύση που να επιδεινώνει την υφιστάμενη κατάσταση και να δημιουργεί (επιπρόσθετους) κινδύνους για το μέλλον.  Άλλωστε γι΄ αυτό απέρριψε και το Σχέδιο Ανάν.

Η κυβέρνηση όμως ευθύνεται για την απώλεια της ηθικής υπεροχής και τη μη ύπαρξη επαρκούς επικοινωνιακής πολιτικής τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό.  Η απουσία επικοινωνιακής πολιτικής διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό τα σχέδια της Τουρκίας.  Επίσης, η επίσημη ελληνοκυπριακή πλευρά δεν κατάφερε να πείσει τους Τουρκοκύπριους ότι απόρριψη του Σχεδίου Ανάν δεν αποτελούσε άρνηση στην προοπτική συμβίωσης μαζί τους σε μια κοινή πατρίδα.  Ούτε και δόθηκε σωστά το μήνυμα στο εξωτερικό ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά εκτός από την απόρριψη του Σχεδίου έχει ένα ολοκληρωμένο όραμα και μια εναλλακτική πρόταση.

 

Όμως παρά το αδιέξοδο και τις πολλαπλές συναφείς προκλήσεις δεν υπάρχει μεμψιμοιρία από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν καθώς αυτό δεν ήταν μια πράξη πολιτικού μαξιμαλισμού, αλλά αντίθετα μια αμυντική πράξη με στόχο την αποφυγή της διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, την επιδείνωση του status quo, και την προτεκτεροποίηση της Μεγαλονήσου.  Κατανοείται όμως ότι η απόρριψη δεν αρκεί.  Απαιτούνται πρωτοβουλίες στα πλαίσια νέων προσεγγίσεων οι οποίες, μεταξύ άλλων, θα παραπέμπουν στις ευθύνες της Άγκυρας και του μαξιμαλισμού της τουρκοκυπριακής ηγεσίας.  Εν ολίγοις είναι πολύ σημαντικό να ενεργούμε στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής παρά στα πλαίσια της διαχείρισης των ζητημάτων της καθημερινότητας.  Η στρατηγική αυτή θα στοχεύει στην προώθηση ευρυτέρων συμφερόντων και την ανάδειξη αρχών και αξιών που είναι σημαντικές για την ΕΕ και τη διεθνή κοινότητα αλλά και που θα εξυπηρετούν και την Κύπρο.  Για μια τέτοια στρατηγική απαιτούνται υπερβάσεις και ριζοσπαστικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα...


Research Center - Intercollege

Copyright © 2007. All rights reserved