Η αποκατάσταση του δημοκρατικού διαλόγου για το σχέδιο Ανάν

 

Όταν κατατέθηκε το σχέδιο Ανάν, στις 11 Νοεμβρίου 2002, τα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ηλεκτρονικά και έντυπα, σε Κύπρο και Ελλάδα, έδωσαν περισσότερο χρόνο στους εκφραστές της άποψης ότι «το σχέδιο Ανάν είναι ένα ισορροπημένο σχέδιο λύσης, το οποίο μπορεί να αποτελέσει τη βάση διαπραγμάτευσης για εξεύρεση λύσης στο κυπριακό πρόβλημα». Ταυτόχρονα, ορισμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης κάλυπταν συστηματικά μια εκστρατεία παραπληροφόρησης και κινδυνολογίας, η οποία προωθούσε την άποψη ότι «εάν δεν γίνει αποδεκτό το σχέδιο Ανάν κινδυνεύει η ενταξιακή πορεία της Κύπρου» και «ότι το σχέδιο Ανάν είναι μια ιστορική ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί». Από την κατάθεση του σχεδίου έως το ναυάγιο των συνομιλιών στην Χάγη το Μάρτιο του 2003, οι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας στερήθηκαν ουσιαστικής ενημέρωσης για τις πρόνοιες του σχεδίου Ανάν. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μόνο η πρώτη έκδοση του σχεδίου μεταφράστηκε στα ελληνικά. Η πολιτική ηγεσία, στη συντριπτική της πλειοψηφία, με το πρόσχημα ότι «δεν μπορούμε να διαπραγματευόμαστε δημόσια», άφησε την κοινή γνώμη ανενημέρωτη.

 

Δεν μπορεί, φυσικά, να παραγνωριστεί η πλούσια αρθρογραφία και οι δημόσιες συζητήσεις που έγιναν με αναφορά στο σχέδιο, αλλά όλα αυτά περιορίζονταν, πολλές φορές, στη συνθηματολογία για το κατά πόσον πρέπει «ν’ αποδεχθούμε ή όχι το σχέδιο και τι θα μπορούσε να γίνει εάν δεν το αποδεχόμασταν». Υπήρξαν, βεβαίως, και αξιόλογες προσπάθειες επιστημονικής προσέγγισης και κριτικής ανάλυσης των προνοιών του σχεδίου Ανάν, οι οποίες έφτασαν στα χέρια του κάθε πολίτη που επιδίωξε να ενημερωθεί.

 

Οφείλουμε να σημειώσουμε και τη συμβολή της Παγκύπριας Κίνησης Πολιτών στην ενημέρωση της κοινής γνώμης για τις αρνητικές πρόνοιες του σχέδιου Ανάν, η οποία πρόταξε, ως εναλλακτική επιλογή, την «εναρμόνιση της λύσης του Κυπριακού με το ευρωπαϊκό κεκτημένο», όπως και τις κινητοποιήσεις της πλατφόρμας στα κατεχόμενα «αυτή η πατρίδα είναι δική μας», η οποία υποστήριξε ότι το σχέδιο Ανάν «δικαιώνει τους Τουρκοκυπρίους». Οφείλουμε, επίσης, να σημειώσουμε και τη στάση όλων εκείνων των πολιτικών και ακαδημαϊκών που εξέφρασαν καθαρά την άποψή τους είτε υπέρ είτε κατά.

 

Σήμερα υπάρχει, περισσότερο από ποτέ, η ανάγκη για δημόσιο δημοκρατικό διάλογο που να στοχεύει στη συστηματική και αμφίπλευρη ανάλυση όλων των προνοιών του σχεδίου για να μπορέσουν οι πολίτες, όταν και εφόσον τους ζητηθεί, να αποφασίσουν εάν μπορούν να αποδεχθούν ή εάν θα πρέπει να απορρίψουν το σχέδιο Ανάν. Ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να διεξαχθεί αυτός ο δημόσιος διάλογος υπαγορεύεται από το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Πρέπει να δοθεί ίσος χρόνος και για τις δύο απόψεις, γι’ αυτούς που θα υποστηρίξουν ότι το σχέδιο Ανάν, ως έχει ή όπως θα έχει διαμορφωθεί, δεν μπορεί να αποτελέσει τη λύση του Κυπριακού και γι’ αυτούς που θα υποστηρίξουν ότι το σχέδιο, ως έχει ή με μικρές μεταβολές, μπορεί να γίνει αποδεκτό.

Δεν πρέπει, σε καμιά περίπτωση, να επαναληφθούν όλες αυτές οι «παραστάσεις κινδυνολογίας» που πολλές φορές έφταναν στα όρια του παραλογισμού. Δεν πρέπει να επαναληφθούν στημένες εκπομπές. Δεν χρειάζεται άσκηση ψυχολογικής βίας. Αν φτάσουμε στα δημοψηφίσματα ο καθένας θα πρέπει να έχει καθαρό μυαλό, για να μπορεί να δει το ευρωπαϊκό μέλλον της πατρίδας του μετά από ένα «ναι» και μετά από ένα «όχι» στο σχέδιο Ανάν.

 

Απαιτείται, λοιπόν, η άμεση μετάφραση του σχεδίου Ανάν στα ελληνικά και η δωρεάν διανομή του από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών (ΓΤΠ) της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό μπορεί να γίνει, για παράδειγμα, εάν το ΓΤΠ αποστείλει, μέσω πρακτορείων Tύπου, το σχέδιο Ανάν σε όλα τα περίπτερα της Κύπρου. Χρειάζεται, επίσης, να μεταφραστούν και να διατεθούν δωρεάν όλοι οι ομοσπονδιακοί και συνταγματικοί νόμοι, όπως και το σύνταγμα του τουρκοκυπριακού και του ελληνοκυπριακού συνιστώντος κράτους, όταν θα έχουν γραφτεί. Oι πολίτες για να μπορέσουν να απαντήσουν στην ερώτηση του δημοψηφίσματος οφείλουν να ξέρουν τόσο τις πρόνοιες του σχεδίου Ανάν και των παραρτημάτων του, όσο και τις πρόνοιες των συνταγμάτων των συνιστώντων κρατών, του ελληνοκυπριακού και τουρκοκυπριακού.

 

Οι επιπλέον ερωτήσεις είναι πολλές. Ως πρώτο βήμα, για να μπορούμε να πούμε ένα «ναι» ή ένα «όχι», χρειάζεται να απαντηθούν τρεις σημαντικές ερωτήσεις: Πρώτο, ποιος θα εγγυηθεί το καθεστώς της λύσης σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά κατά τη διάρκεια των μεταβατικών περιόδων, όταν ο κ. Ντενκτάς και ο κ. Παπαδόπουλος θα είναι συμπρόεδροι. Δεύτερο, οι πολίτες θέλουν να ξέρουν το οικονομικό κόστος της λύσης και το μερίδιο που τους αναλογεί, για να μπορούν να υπολογίσουν αν τους συμφέρει αυτό το σχέδιο. Τρίτο, ποια επιλογή θα φέρει το μικρότερο κόστος και το μεγαλύτερο όφελος; Η καθαρή ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. με άλυτο το Κυπριακό ή η ένταξη του τρικέφαλου κράτους Ανάν στην Ε.Ε., κάτω από ένα ιδιόμορφο καθεστώς αποκλίσεων από το κοινοτικό κεκτημένο και τα ανθρώπινα δικαιώματα;


Research & Development Center - Intercollege

Copyright © 2002. All rights reserved