Η μη κρατική παιδεία ως στρατηγικός εταίρος της πολιτείας
|
Η παιδεία και η έρευνα αποτελούν θέματα υψίστης σημασίας για κάθε χώρα. Εξ ορισμού αποτελούν παράγοντες που προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο το πολιτιστικό επίπεδο ενός λαού αλλά και τη θέση μιας χώρας στο περιφερειακό και στο διεθνές γίγνεσθαι. Πολλοί Κύπριοι έχουν διαχρονικά διακριθεί όχι μόνο στην Κύπρο και στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς σε διάφορους τομείς της παιδείας και της έρευνας.
Παρά ταύτα το εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και προκλήσεις. Πέρα από τα προβλήματα της παραπαιδείας καθώς και της ποιότητας, ενδεχομένως το σοβαρότερο θέμα που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι η έλλειψη επαρκούς υποδομής και παράδοσης.
Τα προβλήματα αυτά δεν είναι μόνο θέμα ύπαρξης ή όχι επαρκών πόρων ή και επιπέδου διοίκησης. Ακόμα και να υπήρχαν περισσότεροι πόροι και μεγαλύτερη ευελιξία στη διοίκηση, τα προβλήματα θα υπήρχαν. Ένα θέμα το οποίο πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαίτερα είναι αυτό της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας σε όλα τα επίπεδα. Μια συγκεκριμένη διάσταση του φιλοσοφικού αυτού ζητήματος είναι ο ρόλος του μη κρατικού τομέα της εκπαίδευσης.
Στη μέση παιδεία βλέπουμε τα τελευταία χρόνια μια σταδιακή αλλά σταθερή αύξηση των μαθητών που επιλέγουν μη κρατικά ιδρύματα. Αυτό είναι ενδεικτικό του γεγονότος ότι για διάφορους λόγους γονείς και μαθητές επιλέγουν μη κρατικά ιδρύματα επειδή η δημόσια παιδεία δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους.
Όσον αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, η πλειοψηφία των Κυπρίων φοιτητών σπουδάζουν στο εξωτερικό. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου αντικρίζεται από το κράτος ουσιαστικά ως το μέτρο σύγκρισης (και αξιολόγησης) ενώ τα μη κρατικά ιδρύματα ως αναγκαίο κακό. Ενώ διαδοχικές κυβερνήσεις εξάγγειλαν την πρόθεσή τους για μετατροπή της Κύπρου σε ακαδημαϊκό κέντρο, ο στόχος αυτός δεν προωθήθηκε. Ο κύριος λόγος για τις συνεχείς καθυστερήσεις στην υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων είναι το γεγονός ότι φιλοσοφικά η πολιτεία δεν έχει αντιληφθεί επαρκώς τι συνεπάγεται μια τέτοια πολιτική.
Εάν μάλιστα κάποιος μελετήσει την προτεινόμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αντιλαμβάνεται ότι ως επί το πλείστον ο ρόλος που αποδίδεται άμεσα ή έμμεσα στον μη κρατικό τομέα είναι συρρικνωμένος. Είναι προφανές ότι ο μη κρατικός τομέας δεν αντικρίζεται ως στρατηγικός εταίρος αλλά – θα το επαναλάβω – ως ένα αναγκαίο κακό. Εάν η νοοτροπία αυτή τελικά επικρατήσει, τα βήματα προόδου θα είναι στην καλύτερη περίπτωση περιορισμένα ενώ στη χειρότερη περίπτωση θα δούμε οπισθοδρόμηση με οδυνηρά αποτελέσματα.
Στην περίπτωση που υπερισχύσει και επικρατήσει η φιλοσοφία του κρατισμού σε όλα τα επίπεδα, από την προδημοτική μέχρι τη μεταπτυχιακή μόρφωση, τότε θα επέλθει μια κατακόρυφη αύξηση των δημοσίων δαπανών τις οποίες το κράτος δεν θα αντέξει. Παράλληλα, η απουσία ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος καθώς και τα γνωστά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δημόσιοι οργανισμοί θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερα προβλήματα ποιότητας από αυτά που υπάρχουν σήμερα. Αντίθετα, με την αποδοχή και ενίσχυση της μη κρατικής εκπαίδευσης θα υπάρξουν πολλαπλά οφέλη: ο υγιής ανταγωνισμός θα επιφέρει βελτίωση της ποιότητας, ευελιξία, περισσότερες επιλογές, ενώ πάνω απ΄ όλα θα καταστεί άμεσα εφικτός ο στόχος της μετατροπής της Κύπρου σε ακαδημαϊκό κέντρο. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει ουσιαστικές και πολυδιάστατες θετικές επιπτώσεις: οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές.
Το πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση είναι να κατανοηθεί ότι στο χώρο της εκπαίδευσης είναι όχι απλώς μια πραγματικότητα αλλά επιθυμητή επιλογή η συνύπαρξη της κρατικής με τη μη κρατική παιδεία. Πέραν τούτου, προχωρώ ακόμα ένα βήμα: η κρατική εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να είναι τέτοια που να αγκαλιάζει και τους δύο τομείς και με τρόπο που να επωφελείται η παιδεία στο σύνολό της – και κατ΄ επέκτασιν η κοινωνία και η πατρίδα μας.
Επανερχόμενος στο θέμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έρευνας, η πολιτική του κράτους έτσι όπως εκφράζεται από το νομικό πλαίσιο και τους προϋπολογισμούς του κράτους αλλά και με συναφείς αποφάσεις και ενέργειες είναι τέτοια που υποσκάπτει την προοπτική της μετατροπής της Κύπρου σε ακαδημαϊκό κέντρο. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να υπάρχει σύστημα αξιολόγησης το οποίο να εφαρμόζεται μόνο για τα μη κρατικά ιδρύματα. Θα έπρεπε να είναι αδιανόητο μέλη του ΣΕΚΑΠ και του ΚΥΣΑΤΣ να έχουν ταυτόχρονα ανώτατες θέσεις σε κρατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα τα οποία θεωρούνται ότι αποτελούν μέτρο σύγκρισης και αξιολόγησης (πράγμα που δυστυχώς συμβαίνει). Ούτως ή άλλως, το όλο σύστημα θα πρέπει να επανεξετασθεί. Δεν είναι επίσης λογικό ο κρατικός προϋπολογισμός για την τριτοβάθμια εκπαίδευση να διοχετεύεται εξ ολοκλήρου στα κρατικά ιδρύματα.
Επιπρόσθετα, δεν προωθείται ο στόχος της μετατροπής της Κύπρου σε ακαδημαϊκό κέντρο, όταν το κράτος διαθέτει τεράστια ποσά για τη στήριξησυνεργασιών με ξένα ιδρύματα ενώ ταυτόχρονα παραγνωρίζει την προοπτική ενίσχυσης της υποδομής των ντόπιων μη κρατικών ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων. Research & Development Center - Intercollege Copyright © 2005. All rights reserved
|