Το Γαλλικό και το Ολλανδικό ΟΧΙ ως μια νέα αρχή

 

Μπορεί να ήταν αναμενόμενο τόσο το Γαλλικό όσο και το Ολλανδικό όχι αλλά η σαρωτική του διάσταση στα δύο πρόσφατα δημοψηφίσματα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα εξέπληξε.  Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, δημιουργούνται νέα δεδομένα τα οποία πρέπει να αξιολογηθούν.  Για χρόνια τώρα ένα από τα θέματα τα οποία συζητούντο στην ΕΕ σε διάφορα επίπεδα – και στις Βρυξέλλες αλλά και σε διάφορες χώρες – ήταν το γεγονός ότι οι λαοί των χωρών της ΕΕ ένιωθαν κάπως αποξενωμένοι από το Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος ήταν / είναι η αίσθηση της ύπαρξης ενός δημοκρατικού ελλείμματος. Ταυτόχρονα, υπήρχε και μια τάση αμφισβήτησης που έθετε σοβαρά ερωτήματα σε σχέση με την αξιοπιστία της ΕΕ.  Ο Ευρωσκεπτικισμός εκφραζόταν όλα αυτά τα χρόνια ποικιλοτρόπως.  Πρόσφατα, στις εκλογές του Ιουνίου του 2004 για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά από τη διεύρυνση, τα ποσοστά συμμετοχής των ψηφοφόρων ήταν ιδιαίτερα χαμηλά.  Μια από τις κύριες ειδήσεις – εάν όχι η κύρια είδηση – σε σχέση με τις εν λόγω εκλογές ήταν το ψηλό ποσοστό αποχής.

 

Τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ολλανδία τα ποσοστά συμμετοχής στο δημοψήφισμα για το Ευρωπαϊκό σύνταγμα ήταν ιδιαίτερα ψηλά.  Αυτό από μόνο του αποτελεί σημαντική πολιτική είδηση.  Εξ ορισμού λοιπόν οι λόγοι για το ηχηρό όχι των Γάλλων και των Ολλανδών θα αποτελέσουν αντικείμενο προβληματισμού. Οι πολίτες της Γαλλίας και της Ολλανδίας ήθελαν να στείλουν ορισμένα μηνύματα και στις δικές τους κυβερνήσεις αλλά και στις Βρυξέλλες.  Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που οδήγησαν στα αποτελέσματα αυτά.  Για χρόνια τώρα, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στην ΕΕ – συνθήκες χαμηλής οικονομικής μεγέθυνσης και ημιστασιμότητας – οδηγούν στην ανεργία, στην ακρίβια, στην αμφισβήτηση του κράτους πρόνοιας καθώς και σε μια κατάσταση κάποιας μορφής αβεβαιότητας.  Ταυτόχρονα, ενώ η ΕΕ δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τα προβλήματα των πολιτών της υπάρχουν ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα από Μουσουλμανικές χώρες τα οποία μέχρι τώρα δεν έχουν καταφέρει οι χώρες της Ένωσης να ενσωματώσουν επαρκώς.

 

Δεν μπορεί να παραγνωρισθεί και το θέμα Τουρκίας.  Ενώ κάθε δημοσκόπηση έδειχνε ότι η πλειοψηφία των Ευρωπαίων ήταν σαφώς αντίθετη προς την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και ότι ενδεχομένως η καλύτερη δυνατή εξέλιξη θα ήταν ένα καθεστώς ειδικής σχέσης, στις 17 Δεκεμβρίου οι Ευρωπαίοι αρχηγοί κρατών έδωσαν – και πανηγυρικά μάλιστα – ημερομηνία έναρξης ενταξιακών συνομιλιών στην Τουρκία, παρά το γεγονός ότι στην χώρα αυτή υπάρχουν ελλείμματα δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παρά το γεγονός ότι η χώρα αυτή κατέχει σήμερα Ευρωπαϊκό έδαφος και εξακολουθεί να αρνείται να αναγνωρίσει μία χώρα μέλος της ΕΕ, την Κυπριακή Δημοκρατία. Θα ήταν σοβαρό λάθος να λεχθεί ότι το θέμα της Τουρκίας αποκλειστικά οδήγησε σε αυτά τα αποτελέσματα.  Αλλά θα ήταν σοβαρό λάθος και απρονοησία να μην ληφθεί σοβαρά υπ΄ όψιν το γεγονός ότι το θέμα Τουρκίας έκλινε την πλάστιγγα αποφασιστικά υπέρ του όχι.

 

Όλα αυτά τα δεδομένα δημιούργησαν ή μάλλον συνέβαλαν στη δημιουργία ενός χάσματος μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας. Τα αποτελέσματα είναι τέτοια που θα δημιουργήσουν αναπόφευκτα ένα ευρύτερο προβληματισμό για το μέλλον της ΕΕ.  Ούτως ή άλλως, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι έχουμε φθάσει στο τέλος του δρόμου.  Και δεν είναι η πρώτη φορά που η Ένωση αντιμετώπισε προβλήματα, τα οποία αποτέλεσαν την αφορμή λήψης γενναίων αποφάσεων, οι οποίες με την σειρά τους άνοιξαν τον δρόμο για βήματα προς τα εμπρός.

 


Research & Development Center - Intercollege

Copyright © 2005. All rights reserved