Αναπροσαρμογή Στρατηγικής με Κατάθεση Κατευθυντήριων Γραμμών

 

Είναι προφανές ότι αναμένονται πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της επανέναρξης των συνομιλιών για επίλυση του Κυπριακού.  Παρά την προσωρινή αποενοχοποίηση της Τουρκίας μετά τα δημοψηφίσματα της 24ης Απριλίου 2004, το Κυπριακό εξακολουθεί να αποτελεί μέρος των Ευρωτουρκικών σχέσεων.  Επιπρόσθετα, οι δυνάμεις που προσβλέπουν στην ομαλή συνέχιση των ενταξιακών συνομιλιών Τουρκίας-ΕΕ έχουν σοβαρό κίνητρο για να συμβάλουν στη διευθέτηση του Κυπριακού.

 

Δεν είναι κακό όταν το Κυπριακό αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος ως αποτέλεσμα εμπλεκομένων συμφερόντων.  Πρόβλημα θα είναι εάν και πάλιν επιχειρηθεί η προώθηση ενός σχεδίου το οποίο στη φιλοσοφία να μη διαφέρει από εκείνο που η συντριπτική πλειοψηφία του Κυπριακού Ελληνισμού απέρριψε στις 24 Απριλίου 2004.

 

Η δική μας πλευρά θα πρέπει να ενεργήσει ούτως ώστε, αφ΄ ενός, να αποτρέψει αρνητικές εξελίξεις και, αφ΄ ετέρου, να δημιουργηθούν συνθήκες για ένα έντιμο συμβιβασμό.  Ήταν και παραμένει στρατηγικό λάθος η συνεχής προσκόλληση «στη φιλοσοφία του Σχεδίου Ανάν με ουσιαστικές αλλαγές» (όπως στρατηγικό λάθος ήταν και η αποδοχή της επιδιαιτησίας).  Εάν πραγματικά επιθυμούσαμε λύση με βάση το Σχέδιο Ανάν, τότε η πολιτική μας από το 2002 μέχρι και την ημερομηνία ένταξής μας στην ΕΕ θα έπρεπε να ήταν διαφορετική.

 

Ο Κυπριακός λαός επιθυμούσε και επιθυμεί να απεμπλακεί από τη φιλοσοφία του Σχεδίου Ανάν.  Συνεπώς την επαύριο της απόρριψης του Σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα, θα έπρεπε η Κυπριακή Δημοκρατία να είχε προχωρήσει προς την κατάθεση κατευθυντήριων γραμμών για επίλυση του Κυπριακού – κατευθυντήριων γραμμών που θα ήταν το αποτέλεσμα της σύζευξης του ιστορικού συμβιβασμού και των Ευρωπαϊκών αρχών και δεδομένων.  Στο βαθμό που πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν εμπίπτουν σε αυτή τη σύζευξη θα αξιοποιηθούν, στην αντίθετη περίπτωση θα επιστρατευθούν άλλες.

 

Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να βρει κατανόηση και πολιτική στήριξη σε διάφορα κέντρα αποφάσεων ενώ θα ήταν δύσκολο και για την ίδια την Βρετανία και τις ΗΠΑ να αρνηθούν να τη συζητήσουν.  Η πολιτική που ακολουθείται όμως μας έχει οδηγήσει σε επικοινωνιακά αδιέξοδα ενώ ταυτόχρονα δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι η Τουρκοκυπριακή πλευρά και ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ κερδίζουν εντυπώσεις σε διάφορα κέντρα αποφάσεων.

 

Η στάση της Ελληνοκυπριακής πλευράς χαρακτηρίζεται από ατολμία.  Ενδεχομένως να θεωρείται ότι η πρόταση για τη νέα στρατηγική προσέγγιση θέτει τον πήχυ ψηλά.  Σωστά η πλευρά μας υπογραμμίζει τη σημασία της λειτουργικότητας, της βιωσιμότητας και της διάρκειας μιας λύσης του Κυπριακού.  Στα πλαίσια αυτά είναι προφανές ότι θα πρέπει να διασφαλίζεται το ενιαίο της οικονομίας και της κοινωνίας και ότι η Κύπρος θα είναι απαλλαγμένη από ξένα στρατεύματα και εγγυήτριες δυνάμεις.

 

Οι ουσιαστικές αυτές κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορεί να προβάλλονται ως μέρος της διαφοροποίησης του Σχεδίου Ανάν καθ΄ ότι ακόμα και ο πιο καλόπιστος διαμεσολαβητής θα απαιτήσει για την ικανοποίηση αυτών των αλλαγών και από τη δική μας πλευρά παραχωρήσεις σε άλλα επίπεδα.  Είναι γι΄ αυτό που κατατίθεται η εισήγηση να στηριχθούμε σε μια νέα φιλοσοφία και στρατηγική προσέγγιση.  Άλλωστε αυτό που επιθυμεί η συντριπτική πλειοψηφία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί μέσα από το Σχέδιο Ανάν.

 

Η επιτυχής προώθηση της νέας φιλοσοφίας, όσον αφορά την επίλυση του Κυπριακού, φυσικά προϋποθέτει μια χώρα η οποία να χαρακτηρίζεται από αυτοπεποίθηση και δυναμισμό.  Η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί και πρέπει να έχει απαιτήσεις από την Τουρκία. Ο χρόνος και οι εμπειρίες όμως μας διδάσκουν ότι οι απαιτήσεις δεν ικανοποιούνται μόνο επειδή είναι δίκαιες.  Για την επιτυχία απαιτούνται σκληρές προσπάθειες και υπερβάσεις.

 


Research & Development Center - Intercollege

Copyright © 2005. All rights reserved