Κινήσεις μόνο με ανταλλάγματα

 

Μετά το 1974 η Ελληνοκυπριακή πλευρά εστίασε την προσοχή της σε τέσσερις βασικές επιδιώξεις:

1. την προώθηση μιας λύσης που θα αποκαθιστούσε την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου (Αποδέχθηκε όμως θέσεις που καθιστούσαν αμφίβολη όχι μόνο την ενότητα κράτους αλλά και την ίδια την επιβίωσή του.),

2. την επιστροφή εδάφους υπό Ελληνοκυπριακή διοίκηση,

3. την εφαρμογή των τριών βασικών ελευθεριών,

4. τη, σε ιδεολογικό επίπεδο, καλλιέργεια της θέσης ότι και οι Τουρκοκύπριοι ήταν θύματα της εισβολής και ότι οι σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ήταν πάντοτε εξαιρετικές.  (Και τούτο παρά το γεγονός ότι οι Τουρκοκύπριοι όχι μόνο υποδέχθηκαν τα Τουρκικά στρατεύματα ως ελευθερωτές αλλά πολέμησαν και αυτοί μαζί τους).

 

Η Τουρκική πλευρά προσπάθησε, μεταξύ άλλων, να προωθήσει τέσσερις βασικούς στόχους:

1. τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων,

2. τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αντικατάστασή της από μια ομοσπονδο-συνομοσπονδιακή οντότητα,

3. την ουσιαστική βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης στην υπό τον έλεγχο της περιοχή,

4. τη δημιουργία νέων δημογραφικών δεδομένων στην Κύπρο.

 

Αυτοί οι διαμετρικά αντίθετοι στόχοι (οι οποίοι παραμένουν αναλλοίωτοι) επεξηγούν εν πολλοίς το σημερινό χάσμα στις θέσεις των δύο πλευρών.  Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ δημιούργησε προϋποθέσεις για την αναστροφή κάποιων αρνητικών δεδομένων.  Είναι εφικτή η άμεση και έμμεση εμπλοκή της Ένωσης με τρόπο που να εμπλουτισθούν ουσιαστικά οι προσπάθειες δια μέσου του ΟΗΕ.  (Λύση μόνο στα πλαίσια του ΟΗΕ απαιτούν σήμερα η Τουρκία, η Βρετανία, οι ΗΠΑ και το κατοχικό καθεστώς).

 

Η Ελληνοκυπριακή πλευρά θα πρέπει να επαναξιολογήσει τις σχέσεις της με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα.  Ενώ η ειρηνική και δημιουργική συμβίωση αποτελεί μέγιστο στόχο, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι σήμερα υφίστανται διαφορετικές φιλοσοφικές προσεγγίσεις και εν μέρει αντιπαλότητα. 

 

Η Τουρκοκυπριακή πλευρά έχει επιτύχει κάποια μορφή νομιμοποίησης, ενώ ταυτόχρονα η κοινωνικοοικονομική κατάσταση στα κατεχόμενα έχει βελτιωθεί σημαντικά κυρίως ως αποτέλεσμα του ανοίγματος των οδοφραγμάτων.  Πέραν τούτου, τα δημογραφικά δεδομένα είναι τέτοια που προβληματίζουν.  Επιπρόσθετα, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει, κατ΄ ουσίαν, διευκολύνει την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους να εξασφαλίσουν μέρος των επιδιώξεών τους χωρίς ανταλλάγματα.  Τα οποιαδήποτε οφέλη της Κυπριακής Δημοκρατίας (π.χ. καλύτερα δεδομένα για τη διεκδίκηση ενός πιο ισορροπημένου πλαισίου λύσης) αποκομίσθηκαν όχι από την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους αλλά από την ΕΕ.

 

Εάν οι κινήσεις για αναβάθμιση του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου των Τουρκοκυπρίων συνοδεύονταν με κάποιες παραχωρήσεις προς την Ελληνοκυπριακή πλευρά (π.χ. επιστροφή της κλειστής πόλης της Αμμοχώστου) αυτό θα ήταν ένα ουσιαστικό και θετικό βήμα.  Όμως αυτό που παρατηρείται είναι η προώθηση εισηγήσεων η υλοποίηση των οποίων οδηγεί σε περαιτέρω αναβάθμιση του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου της Τουρκοκυπριακής πλευράς καθώς και της νομιμοποίησης του κατοχικού καθεστώτος.

 

Είναι προφανές ότι θα πρέπει να επανεξετασθεί η πολιτική μας.  Πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά ο κίνδυνος να εξακολουθήσουν οι Τουρκοκύπριοι να μεγιστοποιούν τα οφέλη σε σχέση με τη νομιμοποίηση του κατοχικού καθεστώτος, τη βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών τους συνθηκών και τη συμμετοχή τους στο γίγνεσθαι της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε διαφοροποίηση σε σχέση με εδαφικά ανταλλάγματα καθώς και με μια νέα φιλοσοφία προσέγγισης του Κυπριακού.  Εν ολίγοις η πολιτική των κινήσεων άνευ ανταλλαγμάτων και αμοιβαιότητας θα πρέπει να τερματισθεί.  Τα περαιτέρω ανοίγματα προς την Τουρκοκυπριακή κοινότητα καθώς και η ενδεχόμενη συμμετοχή Τουρκοκυπρίων στους θεσμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας θα πρέπει να είναι παράλληλα με την υιοθέτηση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και με την κατανόηση για ένα κοινό πλαίσιο για την οριστική λύση του Κυπριακού.


Research & Development Center - Intercollege

Copyright © 2005. All rights reserved