Τα όρια μας

 

Η επαρκής κατανόηση της ιστορίας είναι ουσιαστικής σημασίας για ένα λαό όχι μόνο για σκοπούς αυτογνωσίας αλλά και για το παρών και το μέλλον.  Αφορμή για το σημερινό άρθρο προσφέρει το δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 1950 σε σχέση με τις τότε επιδιώξεις του Κυπριακού Ελληνισμού και σε σύγκριση με τη σημερινή κατάσταση.  Το ζητούμενο είναι ο σαφής προσδιορισμός των επιδιώξεων μας σήμερα και η υλοποίησή τους.

 

Στις 15 Ιανουαρίου 1950 μετά από πρωτοβουλία της Εκκλησίας διοργανώθηκε δημοψήφισμα στο οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων τάχθηκε υπέρ της Ένωσης της Κύπρου μετά της Ελλάδος.  Η Ένωση αποτέλεσε τον στόχο του απελευθερωτικού και αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ, 1955-1959.  Το αποτέλεσμα όμως ήταν μια δεσμευμένη ανεξαρτησία, της οποίας η γένεση, δεν προοιώνιζε θετικές εξελίξεις.  Παρά ταύτα θα ήταν ιστορικά παρακινδυνευμένο να υποστηριχθεί ότι η μετέπειτα πορεία ήταν αναπόφευκτη.

 

Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963, την έλευση της Χούντας το 1967 καθώς και άλλα δραματικά γεγονότα της εποχής εκείνης, ο Πρόεδρος Μακάριος καθόρισε ως στόχο το 1968 ένα ενιαίο κράτος με στοιχεία τοπικής και κοινοτικής αυτοδιοίκησης.  Το ζητούμενο ήταν το εφικτό και όχι το ευκταίο.

 

Μετά την Τουρκική εισβολή του 1974 η Ελληνοκυπριακή πλευρά αποδέχθηκε την ομοσπονδία και σταδιακά συναίνεσε στη δημιουργία δύο περιφερειών.  Η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας όμως θεωρείτο ως εκ των ων ουκ άνευ.  Η αποδοχή της ομοσπονδίας δεν ταυτίσθηκε ποτέ με τη θέση ότι θα δημιουργηθεί ένα νέο κράτος.  Αντίθετα, η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η εγκαθίδρυση μιας νέας κρατικής οντότητας ως αποτέλεσμα άμεσης ή έμμεσης αλληλοαναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας και του κατοχικού καθεστώτος αποτελούσε πάγια επιδίωξη της Τουρκικής πλευράς.

Όταν στο τέλος του 1999 άρχιζε μια νέα διαδικασία για την επίλυση του Κυπριακού αυτή η διαφορετική προσέγγιση εξακολουθούσε να αποτελεί μια ζωτική διαφορά των δύο πλευρών.  Για τη διάσπαση του αδιεξόδου η Γραμματεία του ΟΗΕ με την ενθάρρυνση της Βρετανίας και των ΗΠΑ κατέθεσε την ιδέα της παρθενογένεσης που ουσιαστικά όμως κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και εγκαθίδρυε μια νέα τάξη πραγμάτων. 

 

Το όλο ζήτημα δεν είναι ένα απλό και διαδικαστικό θέμα.  Τυχόν κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα αφήσει τους Ελληνοκύπριους πραγματικά έρμαιο μιας αβεβαιότητας.  Μεταξύ άλλων, τονίζεται ότι στην περίπτωση μιας νέας κρίσης και κατάρρευσης του νέου κράτους ενδεχομένως το Ελληνοκυπριακό συνιστών κράτος θα επιζητεί αναγνώριση.  Αντίθετα με τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην περίπτωση κρίσης δεν θα τίθεται θέμα αναγνώρισης.  Θα έχει δημιουργηθεί μια νέα κατάσταση πραγμάτων όπου η Τουρκοκυπριακή πλευρά πιθανώς θα απειλεί με απόσχιση.

 

Ούτως ή άλλως το θέμα αυτό έχει κατ΄ ουσίαν επιλυθεί εξ ορισμού μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.  Δεν διανοείται μια χώρα να αυτοκαταργηθεί με στόχο τη δημιουργία νέας κρατικής οντότητας σε συνεργασία με ένα καθεστώς με ουσιαστική εξάρτηση από την Τουρκία ιδίως όταν αυτή αναγνωρίζεται και από τη διεθνή κοινότητα αλλά και είναι μέλος της ΕΕ με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

 

Ευθαρσώς θα πρέπει να καταθέσουμε θέσεις αρχής στη βάση των οποίων θα στηριχθεί η λύση του Κυπριακού.  Έχει παρατηρηθεί διαχρονικά το φαινόμενο αναμονής ξένων πρωτοβουλιών απ΄ όλες τις πολιτικές δυνάμεις και κυβερνήσεις.  Με την ενηλικίωσή της καθώς και τη συμμετοχή της στην ΕΕ, η Κυπριακή Δημοκρατία ενδείκνυται να αναλαμβάνει τις δικές της πρωτοβουλίες με συγκεκριμένες επιδιώξεις.  Πρέπει να καταστήσουμε σαφές προς όλες τις πλευρές ότι δεν μπορεί να υπάρξει λύση χωρίς τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Αυτή είναι η πρώτη βασική αρχή.  Τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων μπορούν να εξασφαλισθούν μέσα από την Κυπριακή Δημοκρατία το σύνταγμα της οποίας θα μετεξελιχθεί στα πλαίσια της λύσης.


Research Center - Intercollege

Copyright © 2006. All rights reserved