H ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ

ΚΑΙ Η

ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 

 

«Η Πολιτική Οικονομία της Ένταξης της Κύπρου

στην Ευρωζώνη και της Επανένωσης»

 

 

Ανδρέας Θεοφάνους, Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας

Γενικός Διευθυντής του Κέντρου Ερευνών – Intercollege

e-mail: theophanous.a@intercollege.ac.cy

 

 

26 Σεπτεμβρίου 2006

Ελληνική Τράπεζα

 

Εισαγωγή

Δύο βασικοί στόχοι της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά την ένταξη στην ΕΕ είναι, αφ΄ ενός, η υιοθέτηση του Ευρώ το ταχύτερο δυνατό και η δημιουργική συμμετοχή στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και, αφ΄ ετέρου, η αποκατάσταση της ενότητας της οικονομίας και του κράτους.  Αναφέρεται συναφώς ότι όταν η Κύπρος υπέβαλε αίτηση για ένταξη στην ΕΕ τον Ιούλιο του 1990, η συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων αποσκοπούσε σε πολιτικά πλεονεκτήματα που θα αποκομίζοντο ως αποτέλεσμα της συμμετοχής στην ΕΕ. Παρ΄ όλο που αρχικά δεν ήταν πλήρως κατανοητό, θέματα κοινωνικοοικονομικού χαρακτήρα ήταν ιδιαίτερα σημαντικά.  Κατά τη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και το τελευταίο στάδιο πριν από την ένταξη, η προσοχή εστιάστηκε και πάλιν στο Κυπριακό. Αναπόφευκτα, στα κοινωνικοοικονομικά θέματα δεν δόθηκε η απαραίτητη προσοχή ούτε κατά τη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, ούτε όμως και στο πλαίσιο ενός διαλόγου στο εσωτερικό.

 

Σχέδιο Ανάν και Ένταξη στην ΟΝΕ

Εάν το 2004 είχε επιτευχθεί λύση του Κυπριακού στη βάση του Σχεδίου Ανάν, η υιοθέτηση του Ευρώ δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί μέχρι τον Ιανουάριο του 2008.  Οι οικονομικοί δείκτες δεν θα επέτρεπαν στην Κύπρο να είναι σε τροχιά ένταξης στην ΟΝΕ.  Το χειρότερο είναι ότι η φιλοσοφία του Σχεδίου Ανάν ήταν τέτοια που θα δημιουργούσε σοβαρά οικονομικά προβλήματα.

 

Εγείρονταν επομένως και, μεταξύ άλλων, σοβαρές ανησυχίες ως προς τις οικονομικές επιπτώσεις που θα είχε η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάν. Οι μη ικανοποιητικές διευθετήσεις αναφορικά με το περιουσιακό, η έφεση για ψηλές δημόσιες δαπάνες, η αυστηρή διζωνικότητα, και οι ασάφειες σε ό,τι αφορά μια σωρεία θεμάτων όπως το ύψος των μεταβιβαστικών πληρωμών προς το βόρειο τμήμα και η διαχείριση του συνολικού δημόσιου χρέους που θα αναλάμβανε η νέα ‘κεντρική κυβέρνηση’, αποτελούσαν ανασταλτικούς παράγοντες.  Ταυτόχρονα τα προβλήματα τα οποία θα δημιουργούσε η πολυπλοκότητα των διαδικασιών λήψεως αποφάσεων με διπλές πλειοψηφίες καθώς και οι πιθανές τριβές μεταξύ των δύο ‘συνιστώντων κρατών’ σε συναφή θέματα οικονομικής πολιτικής, δεν πρέπει να υποτιμούνται.  Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το Σχέδιο Ανάν δεν υπάρχει ιεράρχηση μεταξύ των νόμων των ‘συνιστώντων κρατών’ και της ‘κεντρικής κυβέρνησης’.[1] 


 

[1] Παρεμπιπτόντως και συνοπτικά σημειώνεται ότι η αρνητική τοποθέτηση της τεράστιας πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων έναντι του Σχεδίου Ανάν καθώς και της φιλοσοφίας του πηγάζει ακριβώς από τις αμφιβολίες που εγείρουν ουσιώδης πρόνοιες του Σχεδίου σε σχέση με ζητήματα ασφάλειας, λειτουργικότητας και οικονομικής βιωσιμότητας.

 

 

Κυπριακό και Οικονομία

Είναι ουσιαστικής σημασίας να γίνει κατανοητό ότι η μορφή λύσης του Κυπριακού θα έχει σημαντικές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις. Η υπόθεση εργασίας πως οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού θα είχε θετικές οικονομικές επιδράσεις αποτελεί υπεραπλούστευση.  Εξ ορισμού οι συγκεκριμένες συνταγματικές ρυθμίσεις μιας λύσης θα έχουν αναπόφευκτα επιδράσεις στην οικονομική δομή της χώρας και κατ’ επέκταση στην οικονομική δυναμική και δραστηριότητα.

 

Ένταξη στην ΟΝΕ και Πολιτικοοικονομικές Προεκτάσεις

Η εισαγωγή του Ευρώ και η ουσιαστική συμμετοχή της Κύπρου στην ΟΝΕ συνεπάγονται τεράστια οφέλη σε σχέση με το Κυπριακό.  Εξ ορισμού επηρεάζεται καθοριστικά η εθνική οικονομική πολιτική όπως επίσης και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων.  Με την ένταξη στην ΟΝΕ δημιουργείται ένα πολύ πιο ενοποιητικό πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας σε σχέση με οτιδήποτε συζητείτο προηγουμένως, ως λύση του Κυπριακού.  Ο κίνδυνος υποτίμησης του νομίσματος ως αποτέλεσμα της αύξησης των δημοσίων δαπανών ή/και άλλων δεδομένων (π.χ. σπεκουλαδόροι, ανεπιθύμητες πολιτικές εξελίξεις) που θα προκύψουν από μια ομοσπονδιακή λύση, παύει να υφίσταται.  Επιπρόσθετα, η συμμετοχή στην ΟΝΕ με βάση την υφιστάμενη ισοτιμία λίρας-ευρώ διασφαλίζει και τη σταθερότητα εισοδημάτων και αναβαθμίζει την ελκυστικότητα της Κύπρου για ξένες επενδύσεις.

 

Ένταξη στην ΟΝΕ και το Κοινωνικό Κράτος

Κάποιες επιφυλάξεις που έχουν εγερθεί ως προς το χρονικό πλαίσιο της ένταξης στην ΟΝΕ πηγάζουν από τον φόβο ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος εκτροχιασμού του κοινωνικού κράτους καθώς και η πιθανότητα μιας πολιτικής σκληρής λιτότητας.  Όμως η ματαίωση του στόχου αυτού δεν συνεπάγεται κατ΄ ανάγκην διατήρηση και αναβάθμιση του κοινωνικού κράτους.  Όπως και η επίτευξη της ένταξης στην ΟΝΕ δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκην ματαίωση του στόχου της περαιτέρω εμβάθυνσης του κοινωνικού κράτους.  Τελικά το ζητούμενο είναι μια πετυχημένη πορεία της οικονομίας η οποία αφ΄ ενός να δώσει το εισιτήριο για την υιοθέτηση του Ευρώ και αφ΄ ετέρου να επιτρέψει την αναβάθμιση του κοινωνικού κράτους.

 

Σε σχέση με τις πρώτες εμπειρίες των δώδεκα χωρών της Ευρωζώνης σημειώνεται ότι η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και η σύγκλιση συνοδεύθηκαν από μια περίοδο χαμηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και αύξησης της ανεργίας.  Στην περίπτωση της Κύπρου το ζητούμενο είναι μια πολιτική περισυλλογής καθώς και διεύρυνσης της βάσης της οικονομίας.  Μια τέτοια πορεία μπορεί να οδηγήσει στη σύγκλιση γρηγορότερα καθώς και στην αύξηση της παραγωγικότητας, χωρίς ταυτόχρονα να καμφθεί το κοινωνικό κράτος.  Επιπρόσθετα, θα υπάρχουν περισσότερες θέσεις απασχόλησης και προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης.

 

Η στρατηγική πρόκληση για την Κυπριακή Δημοκρατία είναι η σταθερή προσήλωση στον στόχο εισαγωγής του Ευρώ το συντομότερο δυνατό με μια παράλληλη αναπτυξιακή πορεία.  Αυτό είναι εφικτό και αποτελεί μια από τις ριζικές τομές τις οποίες η κυβέρνηση καλείται να υιοθετήσει.  Η πορεία που θα χαραχθεί καθώς και η στρατηγική που θα υιοθετηθεί και θα εφαρμοσθεί για την αξιοποίηση ευκαιριών, θα είναι σημαντική για το μέλλον.

 

Η Ένταξη στην ΟΝΕ και οι Ευρύτερες Προκλήσεις

Η Κύπρος βρίσκεται στην Ανατολική Μεσόγειο, μια περιοχή ιδιαίτερης γεωστρατηγικής και γεωοικονομικής σημασίας.  Είναι εφικτή η προώθηση της Κύπρου ως διεθνούς επιχειρηματικού κέντρου με την ευρεία έννοια του όρου. Η Κύπρος έχει τη δυνατότητα να διαδραματίσει τον ρόλο ενός περιφερειακού οικονομικού, ακαδημαϊκού και ιατρικού κέντρου, και μίας κομβικής εστίας που να καλύπτει τις πολυδιάστατες ανάγκες της ευρύτερης περιοχής.  Με αυτό ως δεδομένο, η Κύπρος πραγματικά μπορεί να αποτελέσει κεφάλαιο για την Ένωση. Για να αξιοποιηθεί όμως σωστά από την Ένωση και για να εκμεταλλευτεί τις προοπτικές η ίδια η Κύπρος πρέπει να στρέψει την προσοχή της σε νέους τομείς, με νέο σκεπτικό και νέους ανθρώπους.   

 

Η Κύπρος είναι μια μικρή ανοικτή οικονομία με περιορισμένους φυσικούς πόρους και η αναπτυξιακή της προοπτική εξαρτάται από την ικανότητά της να ανταγωνιστεί σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Ως εκ τούτου η δυνατότητα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και η πλήρης ενσωμάτωση της στον Ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο θα καθορίσουν εν πολλοίς την επιτυχία ή την αποτυχία του αναπτυξιακού της μοντέλου και της προσπάθειας πραγματικής σύγκλισης. Η προοπτική της ενοποίησης και ενσωμάτωσης του βορείου τμήματος του νησιού δημιουργούν νέες προκλήσεις οι οποίες προαπαιτούν μια παραγωγική και δυναμική οικονομία ώστε να αντιμετωπισθούν με επιτυχία.  

 

Σε ό,τι αφορά την οικονομία στις ελεύθερες περιοχές η συνεχής και πολυεπίπεδη αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο προτεραιότητας.  Στον τομέα του τουρισμού οι περιοριστικές τάσεις των τελευταίων ετών θέτουν σε αμφισβήτηση τις περαιτέρω δυνατότητες του υφιστάμενου αναπτυξιακού μοντέλου. Η αναβάθμιση και ο εμπλουτισμός του τουριστικού προϊόντος πέρα από ένα καθαρά και σχεδόν αποκλειστικά προορισμό ‘ήλιου και θάλασσας’ πρέπει να αποτελεί ένα μόνιμο στόχο.

 

Η ουσιαστική αύξηση των εργασιών στους τομείς των χρηματοοικονομικών και επαγγελματικών υπηρεσιών τα τελευταία χρόνια συντελούν στην επιθυμητή διεύρυνση της παραγωγικής βάσης. Οι τάσεις αυτές δεν είναι μεμονωμένες αλλά πηγάζουν από μια συγκεκριμένη πολιτική ανάπτυξης. Αυτή η πολιτική πρέπει να συνεχισθεί και να διευρυνθεί και προς άλλους παραγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας όπως είναι η εκπαίδευση και οι ιατρικές υπηρεσίες.  Η φορολογική μεταρρύθμιση του 2002 κατοχυρώνει ένα ευνοϊκό φορολογικό περιβάλλον για τον επιχειρηματικό τομέα ιδιαίτερα. Αυτό, σε συνδυασμό με την ένταξη στην ΕΕ και την επικείμενη εισαγωγή του ευρώ, μπορεί δυνητικά να αποτελέσει σημαντικό μοχλό για την περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα διεθνών επιχειρήσεων.

 

Η μακροοικονομική σταθερότητα επίσης αποτελεί προτεραιότητα πολιτικής η οποία ενισχύεται και από τις προσπάθειες εισαγωγής του Ευρώ. Σε ό,τι αφορά τα δημόσια οικονομικά και στον βαθμό που η επιλογή χαμηλού φορολογικού καθεστώτος αποτελεί ουσιώδη πολιτική του αναπτυξιακού μοντέλου, η εξυγίανση του δημόσιου τομέα προτάσσει ως βασική προϋπόθεση μακροοικονομικής σταθερότητας. Οι προσπάθειες εξυγίανσης του δημόσιου τομέα πρέπει να επικεντρώνονται κυρίως στη σχετική μείωση των δημοσίων δαπανών.  Την ίδια στιγμή το πρόβλημα του διευρυμένου ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να αντιμετωπισθεί σε εύθετο χρονικό διάστημα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ένα συνδυασμό αλληλοσυμπληρούμενων μέτρων με κατεύθυνση τη δημοσιονομική εξυγίανση και την περαιτέρω εμβάθυνση στους τομείς οικονομικής δραστηριότητας με εξαγωγικό χαρακτήρα. 

 

Ένταξη στην ΟΝΕ και Σύγκλιση με την ΕΕ

Η αύξηση της παραγωγικότητας και η πιο αποδοτική αξιοποίηση των ανθρώπινων και χρηματοοικονομικών πόρων μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην πραγματική σύγκλιση της οικονομίας. Προς αυτή την κατεύθυνση και το εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο. Εξ ίσου σημαντικό είναι η εμπέδωση ενός αποτελεσματικού συστήματος εθνικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

 

Σε ό,τι αφορά την οικονομία του βορείου τμήματος της Κύπρου η αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας μετά τον Απρίλιο του 2003 επέφερε μια σημαντική αύξηση του κατά κεφαλή εισοδήματος με συνακόλουθη βελτίωση του επιπέδου ζωής. Παρ΄ όλα αυτά οι ανισότητες με τις περιοχές που ελέγχει το κράτος παραμένουν έντονες. Το βόρειο τμήμα της Κύπρου εμπερικλείει σημαντική προοπτική οικονομικής ανάπτυξης. Όμως, θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί ουσιαστική πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση χωρίς την προγενέστερη επίλυση του Κυπριακού.

 

Η εμπειρία από το πρώτο κύμα ένταξης στην ΟΝΕ διατείνεται ευνοϊκά ως προς την ελαστικότητα της συναλλαγματικής πολιτικής, την αξιοπιστία της μακροοικονομικής πολιτικής γενικά και τη μεταρρύθμιση και εποπτεία του τραπεζικού συστήματος. Τονίζεται όμως ότι τα δεδομένα είναι συγκριτικά πολύ διαφορετικά σήμερα και συνεπώς μια απλή μεταφορά των βασικών συμπερασμάτων θα ήταν υπεραπλούστευση. Ενώ η σημασία της αξιοπιστίας της μακροοικονομικής πολιτικής και η ανάγκη εποπτείας του τραπεζικού συστήματος δεν αμφισβητούνται, η ελαστικότητα στη συναλλαγματική πολιτική δεν προτάσσεται. Απεναντίας στην περίπτωση της Κύπρου μια πολιτική σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας αποτελεί το αναγκαίο πλαίσιο για μακροοικονομική πειθαρχία.

 

Η Γερμανική Ενοποίηση και Διδάγματα για την Κύπρο

Η εμπειρία της Γερμανικής επανένωσης προσφέρεται για την άντληση χρήσιμων διδαγμάτων για τη Κύπρο, παρά τη διαφορετικότητα των δύο περιπτώσεων.  Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι το μέγεθος της προσπάθειας αποκατάστασης της ενότητας της χώρας θα είναι τεράστιο. Θα απαιτηθούν χρόνος και σημαντικοί πόροι για την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού κεκτημένου στο βόρειο τμήμα, την αναδιάρθρωση της οικονομίας και την ενοποίησή της με τις περιοχές που ελέγχει το κράτος.  Είναι επίσης σημαντικό να γίνει λεπτομερής σχεδιασμός των μέτρων και ενεργειών για την ανοικοδόμηση του βόρειου τμήματος στα πλαίσια ενός σχεδίου δράσης.

 

Η γεφύρωση των ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν σήμερα τις δύο περιοχές και η σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου θα απαιτήσει χρόνο και επίμονες προσπάθειες. Ο κόσμος πρέπει να ενημερωθεί κατάλληλα ώστε οι προσδοκίες του να είναι ρεαλιστικές.  Προγράμματα κινήτρων και άλλων μέτρων θα πρέπει να είναι στοχευμένα και να πηγάζουν από ορθολογιστική ανάλυση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της οικονομίας στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.  Τονίζεται ότι για την πλήρη ενοποίηση της οικονομίας θα μπορούν να συμβάλουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κοινές επιχειρηματικές προσπάθειες. Τυχόν περιορισμοί στην επενδυτική δραστηριότητα σε ολόκληρο το νησί θα καθίστανται αντιπαραγωγικοί.  Υπογραμμίζεται συναφώς ότι ο δυναμισμός της ενοποιημένης οικονομίας θα είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη της σύγκλισης του βιοτικού επιπέδου καθώς και άλλων κοινωνικο-οικονομικών δεικτών.

 

Πέρα από τη στρατηγική, πέρα από την μεθοδευμένη δουλειά αλλά και δεδομένης της ‘ελεύθερης διακίνησης’ από τον Απρίλη του 2003, υπάρχει και η φυσική ροή και εξέλιξη των πραγμάτων που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η ροή αυτή είναι η αναγνώριση – και επιλέγω τη λέξη αναγνώριση – από Τουρκοκυπριακής πλευράς της δυναμικότητας της Κυπριακής οικονομίας και της συμμετοχής της στην ΟΝΕ.  Για την Κυπριακή κυβέρνηση στους επόμενους 15 μήνες της εκστρατείας ενημέρωσης για το Ευρώ, προσφέρεται η ευκαιρία να κερδηθεί η προσοχή και η προσήλωση των Τουρκοκυπρίων στην προοπτική της επανένωσης της οικονομίας.  Παράλληλα θα πρέπει να ενισχυθεί και η πολιτική αλλά και τεχνοκρατική εργασία που θα απαιτηθεί όταν θα έρθει η στιγμή. Αυτή ήταν και η λογική του Καγκελάριου Κωλ το 1989 ο οποίος πίστευε ότι η δύναμη της ανάγκης και η ίδια η βαρύτητα των εξελίξεων θα μπορούσαν να δράσουν πιο αποτελεσματικά προς την προετοιμασία των πολιτών και του επιχειρηματικού κόσμου για μια ομαλή επανένωση της Γερμανίας από ό,τι οι πολύπλοκες θεσμικές παρεμβάσεις.

 

Μετά την Ένταξη στην ΟΝΕ – Η Πολιτική Οικονομία της Επανένωσης

Ως επί το πλείστον στις συζητήσεις για το Κυπριακό και τις προοπτικές επίλυσής του, οι οικονομικές πτυχές δεν αποτελούσαν προτεραιότητα. Όμως, η οποιαδήποτε λύση η οποία δεν λαμβάνει υπ΄ όψιν την οικονομική διάσταση αναπόφευκτα θα δημιουργήσει προβλήματα.  Ως επακόλουθο της λύσης του Κυπριακού η οικονομική σύγκλιση σε ολόκληρη την Κύπρο θα αποτελεί μέγιστη προτεραιότητα.  Είναι προφανές ότι η οικονομική σύγκλιση θα είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς και σταθερούς πορείας. Ταυτόχρονα τονίζεται ιδιαίτερα πως η οικονομική σύγκλιση δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί στην απουσία πραγματικής ενοποίησης σε ένα ενιαίο οικονομικό χώρο.

Ένα κύριο χαρακτηριστικό των σχέσεων των δύο κοινοτήτων τις τελευταίες δεκαετίες ήταν η καχυποψία η οποία αποτέλεσε ουσιαστικό εμπόδιο σε αποτελεσματικές προσεγγίσεις για την επίλυση προβλημάτων. Ο φόβος περιθωριοποίησής τους οδήγησε τους Τουρκοκύπριους σε υπέρμετρες απαιτήσεις σε σχέση με τη μορφή λύσης και τις οικονομικές της προεκτάσεις.  Φυσικά δεν παραγράφεται και ο καθοριστικός ρόλος της Τουρκίας σε σχέση με τις Τουρκο(κυπριακές) θέσεις στο Κυπριακό.  Ενδεικτική είναι και η επιμονή για αυστηρή διζωνικότητα σε σχέση με την ελευθερία εγκατάστασης και του δικαιώματος απόκτησης περιουσίας. Όμως, η αυστηρή διζωνικότητα θα περιορίζει τη διαδικασία οικονομικής ενοποίησης και σύγκλισης. Η πλήρης οικονομική ενοποίηση πρέπει να αποτελεί βασική επιδίωξη ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να εξευρεθούν τρόποι που να διασφαλίζουν τις ανησυχίες των Τουρκοκυπρίων.

 

Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ και η επικείμενη εισαγωγή του Ευρώ εμπερικλείουν σημαντικές οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις.  Αναπόφευκτα επηρεάζεται και η μορφή λύσης του Κυπριακού σε ουσιαστικό βαθμό.  Μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, οι προκλήσεις για το βόρειο τμήμα θα αφορούν κυρίως στην ενσωμάτωσή του στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Δεδομένου ότι υπάρχει η δυνατότητα επιλογής για τους Τουρκοκυπρίους σε σχέση με το μέλλον τους, οι προοπτικές είναι μεταξύ μιας Ευρωπαϊκής πορείας μέσα από την Κυπριακή Δημοκρατία ή η συνέχιση της ισχύουσας κατάστασης πραγμάτων η οποία συνεπάγεται τη συνέχιση της προτεκτορατοποίησης του κατεχόμενου βορείου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία.

 

Η Κυπριακή Δημοκρατία σήμερα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις που απορρέουν από την προοπτική ένταξης στην ΟΝΕ και τη λύση του Κυπριακού με τρόπο που να αποκαθιστά την ενότητα της χώρας.  Σ’ αυτό το πλαίσιο η οικονομική σύγκλιση των δύο περιοχών θα πρέπει να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά.  Προς αυτή την κατεύθυνση η Κυπριακή κυβέρνηση έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει.  Επίσης χρηματοδοτήσεις από Ευρωπαϊκά κοινοτικά κονδύλια έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Όμως, στην απουσία αποτελεσματικής οικονομικής ενοποίησης και ελεύθερης λειτουργίας των αγορών, ο στόχος της σύγκλισης θα είναι πολύ δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, να επιτευχθεί.

 

Μετά τη λύση του Κυπριακού ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στη δημιουργία ενός αποτελεσματικού πλαισίου λήψης αποφάσεων. Είναι κατανοητό ότι η δικοινοτικότητα θα αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο λύσης. Οι δύο κοινότητες όμως θα πρέπει να μάθουν να ζουν και να εργάζονται και πέρα από τα όρια της δικοινοτικότητας.  Δηλαδή, δεν θα είναι πάντοτε αναγκαίο ή χρήσιμο, οικονομικά ζητήματα να αντιμετωπίζονται με δικοινοτικά κριτήρια.

 

Μια συμφωνημένη λύση του Κυπριακού, η οποία αντιμετωπίζει επαρκώς τις ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων, θα πρέπει να στηρίζεται στους εξής τρεις βασικούς πυλώνες:

(1)            τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου

(2)            τα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών

(3)            το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και τον Ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό

 

Μια τέτοια λύση θα ήταν προς το συμφέρων όλων των Κυπρίων και ταυτόχρονα θα εξυπηρετούσε ευρύτερα συμφέροντα στην περιοχή, την ΕΕ και τη διεθνή κοινότητα.

 

Υπογραμμίζεται ότι θα απαιτηθεί αρκετή και πολυεπίπεδη εργασία που θα στοχεύει στην κατάρτιση πολιτικής για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ένταξης στην ΟΝΕ και της επανένωσης.  Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ζωτικής σημασίας όπως διοχετευθούν επαρκείς πόροι προς την κατεύθυνση της κατανόησης και απόκτησης δεξιοτήτων σε ό,τι αφορά τη φιλοσοφία της ομοσπονδίας γενικά, και ειδικότερα των οικονομικών της ομοσπονδίας από τις ελίτ, την κοινωνία των πολιτών καθώς και οργανωμένα σύνολα.  Επιπρόσθετα, εκτός από τη θεωρητική εξέταση όλων αυτών των θεμάτων, είναι καθοριστικής σημασίας ότι όπως κάθε χώρα κατανοεί τις δικές της περιστάσεις και φθάνει σε συγκεκριμένες λύσεις, έτσι και οι Κύπριοι να πράξουν ανάλογα.

 

Η οικονομική διάσταση της λύσης του Κυπριακού είναι καθοριστικής σημασίας και ως εκ τούτου θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ΄ όψιν.  Αντλώντας από την οικονομική θεωρία αλλά και τη διεθνή εμπειρία ομοσπονδιακών συστημάτων μπορούν να επιστρατευθούν συμπεράσματα για βασικές παραμέτρους και για αποτελεσματική οικονομική οργάνωση.

 

Η ενοποίηση της Κυπριακής οικονομίας θα έχει ασφαλώς σοβαρές επιδράσεις στην οικονομική διάρθρωση.  Μια ανάλυση των αντίστοιχων συγκριτικών πλεονεκτημάτων θα μπορεί να καταδείξει τις οικονομικές ροές που θα δημιουργηθούν σ΄ αυτή την περίπτωση για τον καλύτερο σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής.  Η ανασυγκρότηση του βορείου τμήματος της Κύπρου αποτελεί αντικείμενο προτεραιότητας στα πλαίσια λύσης του Κυπριακού.  Με βάση τις εμπειρίες ειδικότερα της Γερμανικής ενοποίησης μπορεί να καταρτισθεί ένα ενδεικτικό σχέδιο δράσης.

 

Καταλήγοντας, τονίζεται ότι είναι καθοριστικής σημασίας όπως εξετασθεί και αξιολογηθεί η όλη διαδικασία που οδηγεί στη σφυρηλάτηση της ενότητας της οικονομίας.  Στα πλαίσια αυτά θα εξετασθεί επίσης πώς αυτή η διαδικασία μπορεί να δημιουργήσει περισσότερες ευκαιρίες και να οδηγήσει επίσης σε μια πιο γρήγορη πορεία σύγκλισης.  Παράλληλα οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να κατανοήσουν τη σημασία της εξέλιξης της Κύπρου με τέτοιο τρόπο που να αποτελεί κεφάλαιο για την ΕΕ, την περιοχή καθώς και τη διεθνή κοινότητα γενικότερα.


Research Center - Intercollege

Copyright © 2006. All rights reserved