Ομιλία του Γενικού Διευθυντή, Διεύθυνση Διαχείρισης Κινδύνων Ομίλου, Ελληνική Τράπεζα,

κύριου Μάριου Κληρίδη

στην παρουσίαση του βιβλίου

 

“Accession to the Eurozone and the Reunification of the Cyprus Economy”

 

(Επιμέλεια Ανδρέα Θεοφάνους και Γιάννη Τιρκίδη)

Εκδόσεις Intercollege Press

 

Η ένταξη στην Ευρωζώνη και η Επανένωση της Κυπριακής Οικονομίας είναι οι δυο μεγαλύτερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει τόσο η Κυπριακή οικονομία όσο και η κυπριακή πολιτεία. Τη πρώτη πρόκληση αντιμετωπίζουμε με συγκεκριμένο πλάνο (τουλάχιστο για μέχρι την ημερομηνία ένταξης στην Ευρωζώνη 1/01/2008 – θα επανέλθω στο θέμα αυτό αργότερα) και τη δεύτερη χωρίς πλάνο, χωρίς χρονοδιαγράμματα, αφού ακόμη δεν υπάρχει στο τραπέζι ούτε σχέδιο λύσης, ούτε τίποτε πιο συγκεκριμένο για συζήτηση.

 

Κι όμως, τα δυο αυτά θέματα είναι αλληλένδετα όπως περιγράφει ο Γ. Τιρκίδης στο δεύτερο άρθρο του βιβλίου αυτού “If Cyprus had achieved reunification in 2004, most probably the objective of accession to the Euro zone by January 1, 2008 would not be feasible today”.

 

Υπάρχουν όμως και άλλες ομοιότητες και μαθήματα – η ιδέα της Ε.Ε. ξεκίνησε σαν προσπάθεια αποτροπής  ενός τρίτου (παγκοσμίου) πολέμου στην Ευρώπη μέσω της ενθάρρυνσης του εμπορίου και της αλληλεξάρτησης.  Η επανένωση της Ευρώπης και η πορεία της προς την πολιτική ολοκλήρωση άρχισε δειλά με τη Συνθήκη της Ρώμης και την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ), την Κοινή Αγορά, την Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση και τελευταία (και πιο δύσκολα) την πολιτική ένωση. Από την οικονομική ενοποίηση στην πολιτική.

 

Το βιβλίο των Ανδρέα Θεοφανούς και Γ. Τιρκίδη “Accession to the Euro zone and the reunification of the Cyprus Economy που καλούμαι σήμερα να παρουσιάσω, μπορεί να περιγραφεί σαν μια συλλογή άρθρων διαφόρων οικονομολόγων, σχετικά με το θέμα, που έχουν όμως κοινή συνοχή και που μαζί αποτελούν μια ενότητα.

 

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου “The Cyprus Economy in Perspective: An analysis of  growth and structure” Ανδρέα Θεοφανούς και Γ. Τιρκίδη γίνεται μια πολύ εκτεταμένη ανασκόπηση της Κυπριακής Οικονομίας, τόσο αυτής που είναι κάτω από τον έλεγχο του έννομου κράτους, όσο και αυτής του τουρκοκρατούμενου Βορρά.

 

Σε πρώτη φάση περιγράφεται ιστορικά η ανάπτυξη και η δομή της Ελληνοκυπριακής Οικονομίας, καθώς και τα σημερινά προβλήματα - της χαμηλής παραγωγικότητας της υποτονικότητας  του τουριστικού τομέα κλπ. Ο αναγνώστης ενημερώνεται για θέματα της πραγματικής και ονομαστικής σύγκλισης, τα δημοσιονομικά διλήμματα  που θα αντιμετωπίσει η οικονομία στην πορεία προς το Ευρώ, το πρόβλημα με την εναρμόνιση των Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων, τα θέματα ανταγωνιστικότητας κ.λ.π. Γενικά όμως η ελληνοκυπριακή οικονομία παρουσιάζεται ως αρκετά έτοιμη για την ένταξη στην Ευρωζώνη.

 

Στην συνέχεια η προσοχή του αναγνώστη μεταφέρεται στο τουρκοκυπριακό κομμάτι της οικονομίας και έτσι αρχίζουμε να βλέπουμε τα προβλήματα τόσο της επανένωσης της οικονομίας όσο και της ένταξης του τμήματος αυτού της Κυπριακής οικονομίας στην Ευρωζώνη. Βλέπουμε μια οικονομία πλήρως εξαρτώμενη και σχεδόν ενσωματωμένη με αυτήν της Τουρκίας, μια οικονομία η οποία χρησιμοποιεί την τουρκική λίρα σαν νόμισμα, με μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και ψηλό πληθωρισμό, που πρόσφατα πέρασε σοβαρή τραπεζική κρίση, μια οικονομία που βασίζεται στα στρατιωτικά έξοδα, με ψηλό εποικισμό, διαφθορά και διαφορετικό θεσμικό, πολιτιστικό και κοινωνικό πλαίσιο. Και έτσι αρχίζουν να διαφαίνονται τόσο τα προβλήματα ενοποίησης όσο και το πρόβλημα που θα είχε η τυχόν αποδοχή του σχεδίου Αννάν στην πορεία της Κύπρου, προς την Ευρωζώνη. Βλέπουμε όμως και στοιχεία θετικά. Με το άνοιγμα των «συνόρων» αρχίζει μια αλλαγή στη τουρκοκυπριακή οικονομία, με ραγδαία οικοδομική ανάπτυξη και αύξηση του βιοτικού επιπέδου το οποίο φθάνει σε λίγα χρόνια από 1/3 αυτού στο νότο, τώρα στο ½ .....

 

Το δεύτερο κεφάλαιο “The challenges of Accession to the Euro zone and the reunification of the Cyprus Economy” του Γ. Τιρκίδη περνά τον αναγνώστη από μια ανάλυση της συνθήκης του Μάαστριχ, της θεωρίας των “Optimum Currency Areas” – του κομματιού της οικονομικής θεωρίας που ασχολείται με την ανάλυση νομισματικής ενοποίησης - όπου μαθαίνουμε  τόσο τα θετικά, όσο και τα αρνητικά μιας τέτοιας ενοποίησης, καθώς και τις προϋποθέσεις για μια επιτυχή νομισματική ενοποίηση. Βλέπουμε τα θετικά αποτελέσματα που έχει στην ανάπτυξη του εμπορίου (και την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου που θα ακολουθήσει), αλλά, και από την αρνητική πλευρά, την απώλεια της νομισματικής αυτονομίας η οποία μπορεί να οδηγήσει, όταν δεν υπάρχει αρκετή ευελιξία στον τομέα εργασίας , ή όταν τα εξωτερικά «σιοκς» στην οικονομία δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένα, σε προβλήματα περιφερειακής ανεργίας. Βλέπουμε όμως και οφέλη τα οποία θα προκύψουν από την δυναμική της πορείας στην Ευρωζώνη – την δημοσιονομική πειθαρχία, με απτό παράδειγμα την Ελλάδα στην πορεία της προς την ΟΝΕ. Ο Γ. Τιρκίδης μας θυμίζει και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε η Ένταξη να έχει θετικά αποτελέσματα.

 

1.     Δημοσιονομική πειθαρχία τόσο στο ύψος των ελλειμμάτων του δημόσιου, όσο και στο δημόσιο χρέος.

2.     Βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας

3.     Καλύτερος συντονισμός στο Ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε η νομισματική πολιτική να η είναι σωστή για όλους μας.

4.     Και αρκετή εποπτεία του Τραπεζικού Συστήματος για αποφυγή χρηματοοικονομικών κρίσεων.     

 

Στο Κεφάλαιο III, “Members’ States experience of Accession” από τον Θεόδωρο Πελαγίδη, βρίσκουμε μια ανάλυση των εμπειριών των πρώτων χωρών που υιοθέτησαν το Ευρώ. Η ανάλυση γίνεται στις δυο φάσεις πριν και μετά την εισαγωγή του Ευρώ. Στη πρώτη αναλύεται η οικονομική πολιτική που ακολούθησαν οι διάφορες χώρες μέλη χωριστά στην προσπάθεια να πετύχουν την ένταξη, ενώ μετέπειτα  αναλύονται τα προβλήματα που υπάρχουν στην εφαρμογή  οικονομικής πολιτικής όταν οι χώρες έχουν χάσει το όπλο της νομισματικής πολιτικής. Σε ένα ενδιάμεσο τμήμα παρουσιάζεται το “puzzle” της Ελλάδας: πως κατόρθωσε η Ελλάδα με ψηλό πληθωρισμό, επιτόκια, αδύνατο νόμισμα, πολύ ψηλό δημοσιογραφικό έλλειμμα και χρέος να μπει στην Ευρωζώνη.

 

Στο κομμάτι του καθηγητή Πελαγίδη βρίσκουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες:

 

Όσο αφορά την προενταξιακή  οικονομική πολιτική μαθαίνουμε ότι οι χώρες που ακολούθησαν πολιτική σκληρού νομίσματος είχαν πιο ψηλό κόστος εισδοχής στης Ευρωζώνη από αυτές που ακολούθησαν μια λιγότερο σκληρή συναλλαγματική πολιτική. Κόστος που μετριέται σε ανεργία, επιβράδυνση της βιομηχανικής παραγωγής κ.λ.π. Πλήρωσαν ακόμη ψηλό κόστος (Sacrifice ratio – αναλογία αύξησης ανεργίας σε σχέση με τον περιορισμό του πληθωρισμού) από άλλες τρίτες OECD χώρες την περίοδο αυτή.

 

 

Όσο αφορά την μετά-ενταξιακή  οικονομική πολιτική, έχουμε μια συζήτηση για τα διλήμματα (τριλήμματα) της οικονομικής πολιτικής μετά την εισαγωγή του Ευρώ. Η συζήτηση αρχίζει με το γνωστό μοντέλο των  Mundell – την αδυναμία συνύπαρξης ανεξάρτητης επιτοκιακής (νομισματικής) πολιτικής, σταθερής ισοτιμίας και ελευθερίας στη ροή κεφαλαίου. Το μοντέλο συνηγορεί ότι σε τέτοιο περιβάλλον η δημοσιονομική πολιτική  είναι πιο αποτελεσματική. Παρουσιάζονται όμως και άλλα “impossibilities” π.χ. η αδυναμία φορολογίας του κεφαλαίου όταν η ροή κεφαλαίων είναι ελεύθερη, αλλά παρουσιάζονται  και παραδείγματα χωρών που ακολουθούν «εκ πρώτης όψης» “impossible policies”. Πόσο καλά έχουμε σκεφτεί την μετά-Ευρώ οικονομική πολιτική μας;

 

O Hansjork Brey στο κεφάλαιο IV “The German Experience of reunification and lesson for Cyprus”, εισαγάγει μια νέα διάσταση όσο αφορά το θέμα της ενοποίησης της Κυπριακής οικονομίας – την εμπειρία της Γερμανίας, η οποία 15 χρόνια μετά την ενοποίηση ακόμη αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα (ανεργίας, μετακίνηση του πληθυσμού από την ανατολική στη Δυτική Γερμανία κ.λ.π.), αν και τα εισοδήματα στην Ανατολική Γερμανία αυξήθηκαν σημαντικά και βελτιώθηκε αισθητά η ποιότητα ζωής. Ο συγγραφέας, αφού προβεί σε μια εκτεταμένη περιγραφή της διαδικασίας ενοποίησης – καθορισμό της ισοτιμίας της ανταλλαγής του Ανατολικογερμανικού Μάρκου με αυτό της Δυτικής Γερμανίας, την εφαρμογή της Δυτικογερμανικής νομοθεσίας στο Ανατολικό τμήμα, και τη δημιουργία του Οργανισμού Καταπιστεύματος (Trust Agency) με σκοπό την διαχείριση και «ιδιωτικοποίηση» της Ανατολικής Γερμανίας. Περιγράφει επίσης και τα άμεσα αποτελέσματα της μεθόδου του “Blitz Transition”, (δηλαδή την μετατροπή της οικονομίας της Ανατολικής Γερμανίας από «Centrally Planned Economy» σε «Οικονομία Ελεύθερης Αγοράς», με ταυτόχρονη ενοποίηση της με τη Δυτικοευρωπαϊκή οικονομία και κατ’ επέκταση την παγκόσμια οικονομία). Αποτελέσματα όπως η μείωση του ΑΕΠ κατά 40%, μείωση των εξαγωγών της ανατολικής Γερμανίας κατά 60% και αύξηση της ανεργίας.

Μετά από σύντομη αναφορά στα κύρια θέματα που θα πρέπει να αντιμετωπισθούν σε περίπτωση ενοποίησης της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής οικονομίας στον τουρκοκυπριακό τομέα – ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικά βιώσιμης οικονομικής βάσης, βελτίωση της διοικητικής και οικονομικής υποδομής και την εισαγωγή του Ευρώ, ο συγγραφέας, υποδεικνύει τις διαφορές της ενοποίησης αυτής από εκείνη της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας, οι οποίες κάνουν το κυπριακό εγχείρημα πιο εύκολο.

 

Αυτές είναι, το γεγονός ότι ήδη η τουρκοκυπριακή οικονομία δουλεύει σε περιβάλλον ελεύθερης αγοράς, δεν έχει πεπαλαιωμένες βιομηχανίες που απαιτούν αναδόμηση ή κλείσιμο, η οικονομική υποδομή θέλει μικρότερες βελτιώσεις, και υπάρχει και η δυνατότητα εύκολης τουριστικής ανάπτυξης. Τέλος, ο συγγραφέας εισηγείται κάποια στοιχεία που καλό θα ήταν να κρατήσουμε από την Γερμανική αυτή ευκαιρία - ότι δηλαδή χρειάζεται προγραμματισμός, χρόνος, και σωστή ενημέρωση του κοινού.

 

Στο κεφάλαιο V, “Condition and Prerequisites for the Accession of Cyprus Economy to the Eurozone and it’s Reunification”, ο Γ. Τιρκίδης, αφού πρώτα περιγράφει την ιστορία και τα μέτρα που λήφθηκαν πριν την ένταξη στην Ε.Ε τον Μάιο του 2004 – απελευθέρωση επιτοκίων, αλλαγές στο Φ.Π.Α., απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, μας περιγράφει και τα κύρια στοιχεία της μεταενταξιακής οικονομικής πολιτικής – «σκληρή» κυπριακή λίρα, ένταξη στο ERM2 κ.λ.π.

 

Στη συνέχεια, γίνεται ανάλυση της πραγματικής σύγκλισης σε αντιπαράθεση με την ονομαστική σύγκλιση τόσο της Κύπρου όσο και των δέκα νέων μελών της Ε.Ε. Εξετάζονται διάφοροι δείκτες πραγματικής σύγκλισης – σύγκλιση παραγωγικότητας ρυθμού ανάπτυξης, εμπορικού ισοζυγίου, διαχρονική δομή της οικονομίας κλπ.. Το συμπέρασμα είναι ότι η κατάσταση στην πραγματική σύγκληση είναι χειρότερη από την ονομαστική σύγκλιση και τα κριτήρια Μάαστριχτ.

Στο τέλος, μετά από μια σύντομη ανάλυση της τουρκοκυπριακής οικονομίας διατυπώνεται η άποψη ότι η οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού θα έρθει να επηρεάσει την οικονομική πολιτική που θα πρέπει να ακολουθηθεί μετά από την ένταξη στην Ευρωζώνη – πολιτική που θα πρέπει να σκοπεύει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας, τον εκσυγχρονισμό του Κυπριακού κράτους κ.λ.π.  

 

Δεν θα σας περιγράψω το κεφάλαιο VI «Συμπεράσματα» από τους Α. Θεοφάνους και Γ. Τρικίδη. –  Όπως σε trailers για τα έργα στον κινηματογράφο η συνέχεια δίνεται στην οθόνη, έτσι και απόψε έπεται η συνέχεια μέσα από τη συζήτηση που ακολουθεί.